Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Ξενοζηλία και υποτέλεια


ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ


του Κώστα Κουτσουρέλη    


Σε μια πρώτη ματιά, η σημερινή μας συνάντηση φαντάζει πράγμα αταίριαστο. Η κρίση που διέρχεται η χώρα είναι ολοκληρωτική και τίποτα δεν μαρτυρεί ότι θα ξεπεραστεί σύντομα. Τι θέλουν λοιπόν οι συζητήσεις για τα ελληνικά και την ορθογραφία τους αυτή τη στιγμή που άλλα, στοιχειωδέστερα, διακυβεύονται;

Από την άλλη, η συζήτησή μας μοιάζει, ειδικά αυτή τη στιγμή, ως απολύτως προσήκουσα – θα έλεγε κανείς αναγκαία. Στο μέτρο που τους αναλογεί, οι περιπέτειες της ελληνικής γλώσσας αποτελούν κι αυτές μέρος της γενικής κακοδαιμονίας μας, συνιστούν μια όψη, μια πλευρά της πολυεδρικής μας κρίσης. Δίπλα στην οικονομική και την κοινωνική, δίπλα στη θεσμική και την ηθική, υπάρχει δηλαδή και η γλωσσική κρίση, και αυτή δεν είναι διόλου αμελητέα.

Μιλώ για γλωσσική κρίση, προσοχή, όχι για γλωσσικό ζήτημα ή γλωσσικό πρόβλημα. Οι όροι αυτοί, οι επιβεβαρημένοι από το παρελθόν, είναι παντελώς ακατάλληλοι για να περιγράψουν τη σημερινή μας κατάσταση. Συντελούν στη συσκότιση, όχι στον φωτισμό της. Όταν φέρ’ ειπείν κάνουμε λόγο για τις τύχες της ιστορικής ορθογραφίας σήμερα, ειδικότερα του ιστορικού τονισμού, και επιχειρηματολογούμε ωσάν να επρόκειτο για συνέχεια της διαμάχης μεταξύ καθαρολόγων και δημοτικιστών, χάνουμε εντελώς από το οπτικό μας πεδίο την ειδοποιό διαφορά της σημερινής κρίσης από τα προβλήματα που μας ταλάνισαν κατά το παρελθόν. Ωστόσο, είναι σαφές. Η δισχιλιετής έριδα αττικιστών και οπαδών της δημώδους έχει οριστικά λήξει. Όσοι τη διατηρούν στη ζωή, αναρριπίζοντας σκουριασμένα επιχειρήματα ή εφευρίσκοντας φανταστικούς αντιπάλους, λ.χ. την τάση του λεγόμενου «νεοκαθαρευουσιανισμού», το κάνουν συνήθως από κεκτημένη ταχύτητα ή και υπολογισμένη ιδιοτέλεια. Βλέπετε, το αντικείμενο του παλαιού διαξιφισμού εξέλιπε, μερικοί όμως από τους πάλαι ποτέ ξιφομάχους μακροημερεύουν και εξακολουθούν να διεκδικούν την προσοχή της δημοσιότητας.
 

Επιπλέον, στο διχαστικό αυτό σχήμα που κληρονομήσαμε έχει προστεθεί τελευταία και ένα άλλο, εισαγόμενο και εξίσου άσχετο, το δίπολο εθνικιστών και αντεθνικιστών. Κατά τη γνώμη των πιο μονολιθικών απ’ αυτούς τους δεύτερους, όποιος σήμερα διατυπώνει ανησυχία για το μέλλον της ελληνικής, είναι φανερός ή κρυφός θιασώτης του εθνικισμού. Και ενώ οι ίδιοι κόπτονται, και ορθά, για την εξαφάνιση των μειονοτικών γλωσσών και ιδιωμάτων, τους κινδύνους που αφορούν τις εθνικές γλώσσες τους αποσιωπούν. Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν την επέλαση της αγγλικής στην καλύτερη περίπτωση με συγκαταβατική απάθεια, αν όχι με διεθνιστική χαιρεκακία. Όσο για τους πρώτους, τους «εθνικόφρονες», γραφικοί και ασόβαροι όπως είναι στην πλειονότητά τους, μόνο στο να κρατούν ζωντανή την κινδυνολογία και τον φανατισμό των σταυροφόρων του αντεθνικισμού χρησιμεύουν. 

Δυστυχώς, στο θέμα μας, έχω την εντύπωση ότι και η εισφορά της γλωσσολογίας δεν μπορεί να είναι σπουδαία. Οι επαγγελματίες γλωσσολόγοι σήμερα στην πλειοψηφία τους είναι θετικιστές. Βλέπουν τη γλώσσα αποκομμένα, ως εργαστηριακό έκθεμα, και αγνοούν, από αδυναμία ή και με κάποια κρυφή υπερηφάνεια, τις συλλογικές λειτουργίες της. Όμως η γλώσσα είναι πρωτίστως μέγεθος κοινωνικό, είναι ένα πεδίο όπου αντανακλώνται και συμπυκνώνονται συγκρούσεις απείρως σημαντικότερες από την ίδια. Και είναι αδύνατο να τη συλλάβεις, αν δεν περιλάβεις στην εικόνα και τους έξωθεν παράγοντες που την επικαθορίζουν. Διεύρυνση, όχι στένωση του βλέμματος, απαιτείται.  Κατά μία έννοια, οι γλωσσολόγοι της εποχής μας  –και αυτό δεν ισχύει μόνο στην Ελλαδα– μοιάζουν μ’ εκείνον τον καθηγητή της φυσικής που, όταν βρέθηκε εμπρός σ’ έναν πίνακα του Μονέ, έπιασε να μετράει τα χρώματα με το φασματοσκόπιο. Στον ζωντανό οργανισμό βλέπουν μόνο το πτώμα που θα ανατάμουν.

Αλλά και όσοι απ’ αυτούς θέλουν να λέγονται πολιτικά υποψιασμένοι, μάλλον κοινοτοπίες του συρμού αναπαράγουν. Ως επί το πολύ, βλέπουν τα πράγματα υπό το πρίσμα ενός άκρατου φιλελευθερισμού. Και αυτοί αφαιρούν από τη γλώσσα τη συλλογική της διάσταση και τείνουν να την αντιμετωπίζουν αποκλειστικά ως πεδίο εκδίπλωσης του εαυτού, ως μέσο αυτοπραγμάτωσης ή επίρρωσης των ατομικών ελευθεριών. Μαθημένοι να βλέπουν στους κανόνες το όργανο της καταπίεσης και μόνο, εύκολα υποκύπτουν στις σειρήνες ενός λόγου τόσο ελευθεριάζοντος που συνορεύει με τη δημαγωγία. Φτάνουν έτσι να αμφισβητούν την αναγκαιότητα της ορθογραφίας, της καλλιέπειας, της γλωσσικής καλλιέργειας, την ίδια τη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους. Στα παιδαγωγικά τους συγγράμματα, όταν καταπιάνονται και με τέτοια, η γλώσσα ως κατορθωμένος λόγος, ως συγκροτημένη σκέψη, ως υψηλή λογοτεχνία ιδίως, παραμερίζεται και υποκαθίσταται από τη μετριογραφία του Τύπου ή τα κλισέ των διαφημιστών. Στη θέση των προτύπων των άξιων προς μίμηση εγκαθιστούν τον κοινό μέσο όρο. Γλώσσα γι’ αυτούς είναι πρωτίστως οι επιδόσεις των πολλών. Δεν θα λάθευα λοιπόν αν έλεγα ότι ρητά ή υπόρρητα, στις σελίδες τους ελλοχεύει η απέχθεια κατά της λογοτεχνίας. Διόλου περίεργο: λογοτεχνία είναι πρωτίστως ο ρυθμισμένος, ο αναγκαίος λόγος, πράγμα επόμενο να σκανδαλίζει τους οπαδούς του γλωσσικού laissez-faire.

Μια άλλη μερίδα της γλωσσικής επιστήμης, αλλά και της εκπαίδευσης και της διοίκησης παρομοίως, έχει διολισθήσει αμαχητί στον πολιτικό καθωσπρεπισμό. Αναζητά μετά μανίας, και φυσικά βρίσκει, γλωσσικά σημεία διάκρισης κατά των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των μαύρων και των μειονοτικών κ.ο.κ., και με ζηλωτικό ενθουσιασμό ζητεί να τα αποκαθάρει. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά κακόζηλοι ευφημισμοί: οι λαθρομετανάστες βαπτίζονται άτομα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, οι ανάπηροι άτομα με ειδικές ανάγκες, το χριστουγεννιάτικο δέντρο κηρύσσεται και ως όρος ακόμη σε διωγμό κ.ο.κ. Η μάχη κατά του σεξιστικού «έμφυλου» λόγου οδηγεί στην επιδότηση ενός πάμφυλου ή άφυλου παραδείσου. Σε σουηδικό νηπιαγωγείο, μόλις πρόσφατα, ακόμη και οι προσωπικές αντωνυμίες «αυτός» και «αυτή» αποφεύγονται συστηματικά, ως όζουσες σεξισμού. Το γνωστό τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν έφτασε να μεταφράζεται ως εξής σε σχολείο της Αγγλίας: How many roads must a 'person' walk down / before you can call him/her an 'adult'...

Μπορεί να χαμογελάσει κανείς εμπρός στον ιεροεξεταστικό ζήλο, αλλά θα έκανε λάθος. Η αναβάπτιση των πραγμάτων είναι γνώρισμα βασικό κάθε ιδεολογικής ηγεμονίας, κάθε εξουσιαστικής επιβολής εντέλει. Όποιος ελέγχει τις λέξεις, ελέγχει τα πράγματα. 
 

* * *
 

Γνώμη μου είναι ότι η γλώσσα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους γλωσσολόγους. Η γλωσσική σκέψη, η σκέψη περί γλώσσας, είναι ζήτημα πολύ ευρύτερο. Προϋποθέτει παρατηρητές πολιτικά και ιστορικά προϊδεασμένους.

Ο ιστορικά προϊδεασμένος παρατηρητής γνωρίζει ότι οι γλώσσες δεν μοιράζονται αδρανώς τη γεωγραφική επιφάνεια του πλανήτη. Ομιλούνται, φέρονται από κοινωνικές ομάδες, που με τη σειρά τους είναι φορείς πολιτικών και άλλων βλέψεων. Τα γλωσσικά σύνορα είναι τόσο αεικίνητα και μεταβλητά όσο και τα πολιτικά σύνορα. Όπως τα κράτη ιδρύονται και επεκτείνονται, συρρικνώνονται και εξαφανίζονται εμπρός στα μάτια μας, κάθε φορά που γυρίζουμε σελίδα στον ιστορικό άτλαντα, έτσι και η επικράτεια των γλωσσών αυξομειώνεται διαρκώς. Κάποτε οι μεταβολές είναι αργές, σχεδόν αφανείς. Άλλοτε είναι ραγδαίες και σαρωτικές. Από την απαρχή της γραπτής παράδοσης της αρχαίας αιγυπτιακής ώς την εξαφάνιση και των τελευταίων ομιλητών της τελικής της απόληξης, της κοπτικής, μεσολαβούν πέντε χιλιετίες. Ωστόσο, άρκεσαν ελάχιστοι αιώνες για να εξαπλωθούν οι τουρκογενείς γλώσσες από τις κεντροασιατικές στέπες στα ακρογιάλια του Αιγαίου και της Αδριατικής. Και τρία ή τέσσερα χρόνια ήταν υπεραρκετά για να μετατραπεί μια ζωντανή ευρωπαϊκή γλώσσα, η γίντις, σε γλωσσικό απολίθωμα.

Ιδωμένες στην ιστορική τους προοπτική, όλες οι γλώσσες κινδυνεύουν. Το επιχείρημα ότι μια γλώσσα βρίσκεται σε ασφάλεια επειδή προσώρας συγκρατεί τον αριθμό των ομιλητών της, από μόνο του δεν λέει τίποτα. Τη δυναμική της, άρα και τον ενδεχόμενο κίνδυνο, τον προδίδει η σύγκριση, ποσοτική και ποιοτική, με τα λοιπά γλωσσικά περιβάλλοντα, η εκτίμηση της σχέσης της προς αυτά και η προβολή αυτής της εκτίμησης στο μέλλον. Είναι προφανές δε ότι μια τέτοια σύγκριση αποτελεί εγχείρημα εξαιρετικά πολύπλοκο, όχι λιγότερο από τη διατύπωση κρίσης για τη μελλοντική εξέλιξη ενός κρατικού μορφώματος ή μιας κοινωνικής τάξης. Και τούτο διότι πρόκειται εντέλει για σύγκριση και κρίση πολιτική. Η πολιτική της γλώσσας, για να το πω αλλιώς, είναι πριν και πάνω απ’ όλα πολιτική. Ή, αν το προτιμάτε, συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα.

Ιστορικά, όλες οι γλώσσες –τουτέστιν οι άνθρωποι που τις μιλούν– βρίσκονται σε διαρκή τριβή μεταξύ τους. Η σχέση τους είναι σπανίως αμέτοχη συγκρούσεων, με σαφώς περιχαρακωμένα όρια μεταξύ τους, τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε άμεσο ή έμμεσο ανταγωνισμό. Όπως οι εθνικές γλώσσες θέτουν υπό πίεση τις μειονοτικές γλώσσες και τις τοπικές διαλέκτους, κατά την προσπάθεια των εθνικών κρατών να ενοποιήσουν πολιτισμικά την επικράτειά τους, έτσι οι υπερεθνικές γλώσσες, οι γλώσσες των πολυεθνικών μορφωμάτων και αυτοκρατοριών, θέτουν στο στόχαστρό τους τις εθνικές γλώσσες με ποικίλους τρόπους: απαξιώνοντάς τες θεσμικά, αφαιρώντας τους κρίσιμες εκφραστικές λειτουργίες, καθιστώντας τες γλώσσες «μερικές», φολκλορικές και υποβαθμισμένες. Και με τη σειρά τους, οι υπερεθνικές γλώσσες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των εθνικών η τοπικών και μειονοτικών γλωσσών που διεκδικούν την αναβάθμισή τους, ως συνέπεια της βούλησης των λαών που τις μιλούν να χειραφετηθούν.

Κάποτε όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα. Η ισπανική γλώσσα, λ.χ., βρίσκεται σήμερα και στα τρία αυτά στάδια ταυτοχρόνως. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μειονοτικοί ομιλητές της επιδιώκουν να την αναβαθμίσουν ασκώντας πίεση στην επίσημη αγγλοφωνία και βασιζόμενοι στη δημογραφική ευρωστία τους. Στη Λατινική Αμερική, η ισπανική ως επίσημη γλώσσα των περισσότερων κρατών βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με τις μειονοτικές, προκολομβιανές ινδιάνικες γλώσσες, την γκουαρανί λ.χ., τις οποίες αιώνες τώρα συστηματικά περιθωριοποιεί και εκτοπίζει. Στην ίδια την Ισπανία, η καστιλλιάνικη, ως γλώσσα πάλαι ποτέ αυτοκρατορική, αμφισβητείται ευθέως από την άνοδο των περιφερειακών αυτονομιστικών κινημάτων και την αναβάθμιση της καταλανικής, της γαλικιανής και της βασκικής.

Στον διηνεκή αυτό αγώνα μεταξύ των γλωσσών που, όπως είπαμε, δεν είναι παρά ο αγώνας των πληθυσμών που τις μιλούν, απαντούν όλα τα τεχνάσματα των κανονικών πολέμων. Αλλά και τα ιδεολογικά τους στρατηγήματα. Οι υπερεθνικές γλώσσες λ.χ., προκειμένου να εκτοπίσουν τις εθνικές γλώσσες, συμμαχούν ατύπως με τις μειονοτικές γλώσσες ή τις τοπικές γλώσσες που τελούν υπό την πίεση των εθνικών γλωσσών. Στη μεταρατσιστική Νότιο Αφρική, λ.χ., αλλά και στη μεταποικιακή Ινδία, η επίσημη αναγνώριση ενός πλήθους τοπικών γλωσσών οδήγησε ντε φάκτο στην επικράτηση της γλώσσας των Βρεταννών παλαιών κυρίων. Στην Νότιο Αφρική, η καθιέρωση έντεκα επίσημων γλωσσών, όχι μόνο δεν έθιξε το κύρος της αγγλικής, αλλά αντίθετα το αναβάθμισε: επιβάλλοντάς την ως μόνη κοινή γλώσσα εν μέσω ενός πλήθους άλλων, τοπικά απομονωμένων. Αλλά και με την υποβάθμιση της αφρικάανς, της άλλης γλώσσας των αποικιοκρατών, που έχασε την ισοτιμία της έναντι της αγγλικής, χωρίς να αναπληρώσει την απώλεια με άλλον τρόπο. Η υποχώρησή της έναντι της αγγλικής επιτάθηκε μάλιστα, ακριβώς λόγω της πίεσης των γηγενών γλωσσών. Τα δύο ιστορικά πανεπιστήμια στα οποία αποτελούσε την αποκλειστική γλώσσα διδασκαλίας και έρευνας, αναγκάστηκαν να ιδρύσουν και αγγλόφωνα τμήματα ή να παράσχουν προγράμματα σπουδών αποκλειστικά στην αγγλική, προκειμένου να αντικρούσουν την κατηγορία ότι αποκλείουν κατά ρατσιστικό τρόπο την πλειονότητα των μαύρων φοιτητών της χώρας. Αυτή η τελευταία εννοείται ότι αγνοεί τα αφρικάανς, ενώ βεβαίως ομιλεί και γράφει τα αγγλικά.
 

* * *
 

Η γλωσσική πίεση του εκάστοτε ισχυρού επί του εκάστοτε ανίσχυρου μπορεί να πάρει πολλές μορφές, από τη συμβιωτική δορυφοροποίηση της ασθενούς γλώσσας έως την επιθετική απορρόφησή της, με την πρώτη μορφή να αποτελεί συχνά προβαθμίδα της δεύτερης. Κοινωνικά, η γλωσσική (και πολιτισμική) αφομοίωση περνάει συχνά από τη σταδιακή ενσωμάτωση των τοπικών αλλόφωνων ελίτ. Οι Κινέζοι μανδαρίνοι ακολουθούσαν συγκροτημένη πολιτική επιγαμιών, καταγεγραμμένη στα διοικητικά τους κείμενα από τον 10ο αιώνα τουλάχιστον. Ο εκσινισμός των μειονοτικών ελίτ σε συνδυασμό με την ακτινοβολία του πολιτισμού των Χαν και την παροχή αξιωμάτων και προνομίων οδηγούσε πράγματι και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στην σταδιακή εγκατάλειψη της γλώσσας τους και την υιοθέτηση της επίσημης γλώσσας της αυτοκρατορίας. Παρόμοια τακτική ήπιας αφομοίωσης ακολούθησαν τα ελληνιστικά κράτη των Διαδόχων αλλά και ο νεώτερος ελληνισμός έναντι των ετερόγλωσσων πληθυσμών που απορρόφησε στη διάρκεια των τελευταίων τριών αιώνων, των Βλάχων, των Αρβανιτών, των σλαβόφωνων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σε συνδυασμό με την ακτινοβολία της ορθόδοξης εκκλησίας λειτούργησαν ως μηχανισμός διπλά αφομοιωτικός, γλωσσικά και εθνικά, ώς τις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλοτε πάλι, η αφομοίωση προχωρεί βίαια και ταχύρρυθμα: τα τοπωνύμια αναβαπτίζονται με επίσημη διοικητική πράξη, οι τοπικές γλώσσες αποκλείονται από την εκπαίδευση, στιγματίζονται η και απαγορεύονται: η περίπτωση της ιρλανδικής, της κουρδικής αλλά και πλείστων όσων μειονοτικών γλωσσών όπου γης.  

Αναλόγως τώρα των πολιτικών συμφραζομένων, η επιβολή της ισχυρής γλώσσας στις ασθενείς λαμβάνει και το ιδεολογικό της επίχρισμα. Η κυρίαρχη εθνική γλώσσα προσαρτά τις μειονοτικές γλώσσες, αλλά και τις διαλέκτους της, στο όνομα της εθνικής ιδέας, της πολιτιστικής ομογενοποίησης δηλαδή που έπεται ή και προηγείται της συγκρότησης των ενιαίων εθνικών κρατών. Τα πολυεθνικά μορφώματα, πάλι, ασκούν τον γλωσσικό επεκτατισμό τους συνήθως υπό το έμβλημα του ανεκτικού κοσμοπολιτισμού. Χωρίς να λαμβάνουν μέτρα διοικητικά κατά των τοπικών γλωσσών δηλαδή, αλλά υποβαθμίζοντας και δορυφοροποιώντας τες στην πράξη και προωθώντας μια μορφή πολιτιστικής σύμμιξης που ενώ έχει στοιχεία εκλεκτικιστικά, στο τέλος αποδεικνύεται εξίσου μονόγλωσση. Το μεγάλο πλήθος των γλωσσών που ομιλούντο στη λεκάνη της Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα λ.χ., γύρω στο 1000 μ.Χ., και μετά τις επάλληλες ή παράλληλες αυτοκρατορίες που κυβέρνησαν επί αιώνες την περιοχή, συρρικνώνεται ουσιαστικά σε τρεις μόνο: ελληνικά, λατινικά και αραβικά.
 

* * *
 
Στις χιλιετίες της ύπαρξής της, η ελληνική γλώσσα υπήρξε και ισχυρή και ασθενής γλώσσα, ανάλογα με την εποχή και τα πολιτικά της συμφραζόμενα. Άλλοτε υπήρξε γλώσσα που άσκησε επεκτατισμό και άλλοτε τον υπέστη. Στον εξελληνισμό εκατομμυρίων αλλόγλωσσων της Πρόσω Ασίας, της Βόρειας Αφρικής και της Ινδικής κατά την αλεξανδρινή περίοδο, μπορεί να αντιπαρατεθεί ο μαζικός αφελληνισμός των πληθυσμών της Αιγύπτου, της Μεγάλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας μετά το 642, το 831 και το 1071 αντίστοιχα. Ως lingua franca, ως Kultursprache, ως ιερή γλώσσα των Ευαγγελίων και του χριστιανισμού η ελληνική άσκησε επί χιλιετίες και έως εντελώς πρόσφατα τεράστια, ενίοτε και καταπιεστική, επιρροή σε όλες τις κατά καιρούς γειτνιάζουσες με εκείνην γλώσσες και πολύ πέραν αυτών. Ως γλώσσα πάλι ταυτισμένη με ορισμένο θρήσκευμα και κράτος (Βυζάντιο, Σύγχρονη Ελλάδα) μοιράστηκε με τον μέσο και νεώτερο ελληνισμό τις ιστορικές του περιπέτειες. 

Σήμερα, είναι προφανές ότι η ελληνική γλώσσα δεν ανήκει στις γλώσσες εκείνες που βρίσκονται σε πορεία εκδίπλωσης και επέκτασης αλλά, αντίθετα, σε όσες τελούν υπό καθεστώς αναδίπλωσης η και αποδρομής. Έτσι κι αλλιώς, διαδιδόμενες γλώσσες αυτή τη στιγμή στον πλανήτη είναι ελάχιστες, πράγμα αναμενόμενο αν αναλογιστούμε ότι η πλανητική οικονομική ολοκλήρωση, η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δεν είναι μια διεργασία εθνικά άχρωμη, όπως παρουσιάζεται κάποτε, αλλά συμβαδίζει αναγκαία με την αναδιανομή της ισχύος μεταξύ των υπαρκτών πολιτικών υποκειμένων, που είναι ακριβώς εθνικά κράτη. Μολονότι το κίνημα της εθνικής αυτοδιάθεσης δεν έχει κοπάσει, αντιθέτως όλο και περισσότερα έθνη διεκδικούν και επιβάλλουν την παρουσία τους στον πολιτικό χάρτη, στις συνθήκες των νέων ανταγωνισμών η κρατική κυριαρχία ορισμένων χωρών υποχωρεί ενώ άλλων αναβαθμίζεται.

Λόγω της πύκνωσης των διεθνών επαφών και αλληλεξαρτήσεων, υποστηρίζεται συχνά ότι βρισκόμαστε ιστορικά στο πέρας της εποχής των εθνοκρατικών μορφωμάτων και στην απαρχή μιας καινούργιας, όπου προώρισται να επικρατήσουν υπερεθνικά υβρίδια. Η εκτίμηση αυτή πάσχει κατά την έννοια ότι εκλαμβάνει τη διεθνιστική ρητορική ως πραγματικότητα, παραθεωρεί δηλαδή ότι υπό τον μανδύα του διεθνισμού δρουν συχνά απτά εθνικά κρατικά συμφέροντα. Και όμως, μόλις πρόσφατη είναι η κατάρρευση πολυεθνικών κρατών, όπως η ΕΣΣΔ, η Τσεχοσλοβακία, η πρώην Γιουγκοσλαβία. Μόνο η πτώση του Τείχους και του υπαρκτού σοσιαλισμού συνοδεύτηκε από την ίδρυση είκοσι πέντε νέων εθνικών κρατών. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος των αυτονομιστικών τάσεων η των κινημάτων ανεξαρτησίας σε μια σειρά κρατών, από το Βέλγιο ώς την Τουρκία, από την Σκωτία ώς τον Καύκασο και από τον Καναδά ώς την Κίνα, καταδεικνύει εναργώς ότι το ιδεώδες της εθνικής αυτοδιάθεσης παραμένει η κύρια κινητήρια δύναμη του σύγχρονου κόσμου. 

Στις αμέσως προσεχείς δεκαετίες είναι βέβαιο ότι η επιρροή των ευρωπαϊκών κρατών και της μεγάλης πλειονότητας των εθνικών τους γλωσσών θα βαίνει μειούμενη. Με την εξαίρεση της αγγλικής, της ισπανικής, ίσως και της πορτογαλικής, που όμως αντλούν το σφρίγος τους από το γεγονός ότι ομιλούνται σε ανερχόμενες χώρες, εκτός της Ευρώπης, ήδη ακόμη και γλώσσες πάλαι ποτέ μεγάλων δυνάμεων όπως η γερμανική και η ιταλική βρίσκονται σε διαρκή υποχώρηση, η γαλλική και η ρωσσική στα διεθνή φόρα είναι πλέον περιθωριακές, για να μη μιλήσουμε για τις γλώσσες των μικρότερων κρατών. Όσο για τις γλώσσες που δεν έχουν καθεστώς επίσημης ή αναγνωρισμένης γλώσσας ή ο αριθμός των ομιλητών τους είναι ιδιαίτερα μικρός, το μέλλον προβλέπεται εξαιρετικά δυσοίωνο. Σύμφωνα με την Unesco από τις 6.000 περίπου γλώσσες που ομιλούνται αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, σχεδόν οι μισές, περίπου 2.500, απειλούνται με εξαφάνιση.

Ανεξάρτητα από τη γενική αυτή ευρωπαϊκή υποχώρηση, η ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε φάση αναδίπλωσης και αποδρομής κατά τρεις τουλάχιστον τρόπους: γεωγραφικά, ποσοτικά και ποιοτικά. Γεωγραφικά, η συρρίκνωση του ελληνόφωνου κόσμου μετά το 1922 είναι συνεχής και αναντίστρεπτη. Τελευταία επεισόδιά της, η απώλεια της Βόρειας Κύπρου το 1974 και η εγκατάσταση στην Ελλάδα της πλειοψηφίας των Ελλήνων του πάλαι ποτέ σοβιετικού Πόντου και της Βορείου Ηπείρου, από τη δεκαετία του ’90 και εφεξής. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς την προϊούσα συρρίκνωση των ελληνικών κοινοτήτων της Διασποράς, ιδίως της υπερπόντιας, και την αφομοίωσή τους από την κρατούσα γλώσσα των χωρών υποδοχής. Επίσης, την υποχώρηση των ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, ιδίως της διδασκαλίας της νέας ελληνικής γραμματείας, αλλά και τη γενική παρακμή των κλασσικών σπουδών.

Ποσοτικά, το ποσοστό των ελληνόφωνων στον παγκόσμιο πληθυσμό, όπως και εκείνο των ομιλητών των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών άλλωστε, μειώνεται ραγδαία λόγω της δημογραφικής κάμψης, την οποία η εγκατάσταση νέων επήλυδων μεταναστών δεν επαρκεί για να αναπληρώσει, ακόμη και αν θεωρούσαμε ότι ο γλωσσικός εξελληνισμός τους είναι δυνατός και αναμενόμενος. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις, οικονομικές και πολιτιστικές, συμβαδίζει δε με την μετατόπιση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος από τον ευρωατλαντικό χώρο στην Ασία και τον αναπτυσσόμενο πάλαι ποτέ Τρίτο κόσμο.

Όμως η κατάσταση της ελληνικής αποτυπώνεται καλύτερα στους ποιοτικούς δείκτες που αφορούν την κατάστασή της στο εσωτερικό της Ελλάδας και της Κύπρου. Από μόνη της, η γεωγραφική και αριθμητική συρρίκνωση μιας γλώσσας μπορεί να αντισταθμιστεί αν οι συνθήκες στις εναπομείνασες κοιτίδες της, μεταξύ του σκληρού πυρήνα των ομιλητών της δηλαδή, παραμένουν κατά βάση υγιείς. Σε ό,τι αφορά την ελληνική, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η καλύτερη πρόσφατη περιγραφή της που διαθέτουμε γράφτηκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Εννοώ τον Γλωσσικό αφελληνισμό του Γιάννη Καλλιόρη. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι διαπιστώσεις του συγγραφέα σ’ εκείνο το βιβλίο διατηρούν πλήρως την επικαιρότητά τους. Στην πραγματικότητα, η επιδείνωση που γνωρίσαμε έκτοτε είναι ραγδαία.
 

* * *


Όλα τα επεισόδια της γλωσσικής μας εξέλιξης των έσχατων δεκαετιών αυτό μαρτυρούν. Η κατάργηση του ιστορικού τονισμού, πρώτα πρώτα. Μολονότι βασίστηκε σε προεργασία δεκαετιών και αξιοπρόσεκτα επιχειρήματα, η εισαγωγή του μονοτονικού υπήρξε κατά την συγκυρία της φαινόμενο συνοδό της λαϊκιστικής στροφής στην εκπαιδευτική και πολιτιστική πολιτική της χώρας, της οποίας τις συνέπειες έως σήμερα παλεύουμε σπασμωδικά να αποτινάξουμε. Στα κοινωνικά συμφραζόμενα της δεκαετίας του ’80, το πραγματικό μήνυμα που η κατάργηση των τόνων κόμιζε δεν ήταν αυτό του ορθογραφικού εξορθολογισμού ή της χειραφέτησης της σύγχρονης ελληνικής από την αρχαιομανία αιώνων, όπως οι ειλικρινέστεροι θιασώτες της επεδίωκαν. Αλλά αντίθετα, της απαλλαγής από τον μόχθο της όποιας γλωσσικής μέριμνας, της δημοκρατικώ τω τρόπω αποδέσμευσης από το φορτικό βάρος μιας αριστοκρατικής, και γι’ αυτό απαιτητικής και δύσβατης, παιδαγωγικής και γραμματειακής παράδοσης. Κατά είρωνα τρόπο, η κατάργηση του ιστορικού τονισμού, ως πράξη υψηλά συμβολική, επέφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από ό,τι οι προσδοκίες των σοβαρών εισηγητών της διακήρυτταν. Όχι την ενηλικίωση της σύγχρονης ελληνικής και την εκφραστική της ωρίμαση, αλλά την εκ νέου υποχώρησή της στο παλιμπαιδικό στάδιο της εξάρτησης, αυτή τη φορά από ξένο κηδεμόνα. Όχι την προαγωγή της καλλιέργειάς της, αλλά την επισφράγιση της παραμέλησής της, την επιβράβευση εντέλει της ήσσονος προσπάθειας και της βολικής παράκαμψης των όποιων δυσκολιών.  

Ότι η κατάργηση του ιστορικού τονισμού οδήγησε στην έκπτωση της γλωσσικής αγωγής, φαίνεται από τις ορθογραφικές εξελίξεις που έκτοτε ακολούθησαν. Η πάση θυσία διευκόλυνση, στην ουσία η κολάκευση του ημιμαθούς, είναι το αίτημα που υποκρύπτεται λ.χ. πίσω από την απλογράφηση, τη φωνητική δηλαδή μεταγραφή των νεώτερων δάνειων λέξεων και ονομάτων, φαινόμενο μαζικό της τελευταίας ιδίως δεκαετίας. Η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά καταργεί ευθέως για μια ολόκληρη κατηγορία λέξεων την ιστορική ορθογράφηση, ανοίγοντας τον δρόμο για ανάλογες παρεμβάσεις μελλοντικά. Εκτός του ότι αθετεί τον κανόνα της αντιστρεψιμότητας, άρα της αναγνωρισιμότητας των ονομάτων κατά τη μεταγραφή τους από αλφάβητο σε αλφάβητο, είναι το λιγότερο δυσλειτουργική, αφού απαιτεί από τον γράφοντα να γνωρίζει την χρονολογία εισαγωγής μιας ξένης λέξης προκειμένου να την ορθογραφήσει ιστορικά η φωνητικά. Στην πράξη οδηγεί στον εκφωνητισμό της ορθογραφίας ακόμη και λέξεων παμπάλαιων και στερεί από τη γραφή μας χρήσιμες διακριτικές δυνατότητες. Ανάλογα ισχύουν για την απλουστευμένη, φωνητική υποτίθεται, μεταγραφή των νεοελληνικών λέξεων στο λατινικό αλφάβητο, με την οποία διευρύνεται και οπτικά το χάσμα της νεώτερης από τη βυζαντινή και αρχαία προέλευσή της.

Την ίδια στιγμή, η γενικευμένη απροσαρμοσία των ξένων λέξεων στην ελληνική έφτασε στο σημείο να μας αποτρέπει να κλίνουμε ακόμη και αρχαιόθεν ελληνικά ονόματα με φαιδρά συχνά αποτελέσματα. Ο κανόνας που τείνει να σχηματιστεί πρακτικά απαιτεί από τον ομιλητή της ελληνικής να γνωρίζει την καταγωγή μιας λέξης προκειμένου να την κλίνει ορθά. Μάλιστα, η προσαρμογή ενός δάνειου όρου στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής στην πράξη θεωρείται πλέον ταμπού και αποφευκτέα, ενώ η κλίση της κατά τους κανόνες της γλώσσας προέλευσης ενθαρρύνεται, αν δεν εκλαμβάνεται κιόλας ως επιβεβλημένη.

Από την ακλισία και την ξενοκλισία ώς την εξ αρχής λατινογράφηση των ξενογενών όρων, η απόσταση είναι μικρή. Μάλιστα, η λατινογράφηση επεκτείνεται και σε λέξεις η ονόματα από γλώσσες που δεν γράφονται καν στο λατινικό αλφάβητο, της ρωσσικής, της αραβικής η της κινεζικής για παράδειγμα, πολλές φορές χωρίς να γίνεται καν αντιληπτό ότι οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί κ.λπ. μεταγράφουν τις λέξεις αυτές ο καθένας στη γλώσσα του φωνητικά, με διαφορετικούς δηλαδή τρόπους.

Εύκολα παρατηρεί κανείς την αντίφαση: ενώ η απλογράφηση των ξένων λέξεων επιβλήθηκε με το επιχείρημα ότι μας απαλλάσσει από τον κόπο να γνωρίζουμε την καταγωγή και την πρωτότυπη ορθογραφία τους, η κλίση τους και η λατινογράφησή τους στα ελληνικά απαιτούν ακριβώς το αντίθετο! Ενώ υποτίθεται ότι ζητούμενο είναι η απαλλαγή από περιττούς κανόνες, στην πράξη εισάγονται περισσότεροι και αλληλοσυγκρουόμενοι.

Παράλληλο είναι το φαινόμενο που αποκαλώ «υποτιτλοποίηση» της ελληνικής. Τίτλοι, μεσότιτλοι και επικεφαλίδες γράφονται στα αγγλικά, και το ελληνικό κείμενο επέχει θέση επεξηγηματικής λεζάντας, φαινόμενο συνηθέστατο στον αθλητικό τύπο και τα έντυπα της μόδας και του λάιφ στάυλ. Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα greeklish στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, αποκτά κανείς μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής όπου βασικό ορθογραφικό ζητούμενο μοιάζει να είναι όχι η ενσωμάτωση των ξένων δανείων στην ελληνική, αλλά η εύρεση τρόπων ώστε να υπογραμμίζεται ακριβώς το γεγονός της ξενότητάς τους. Έχουμε πλήρη αντιστροφή επομένως της παλαιάς καθαρολογικής ξενηλασίας και μετάπτωσή της σε συστηματική ξενοζηλία, ενώ η ισοτέλεια που ζητούσε ο Τριανταφυλλίδης για τις αλλογενείς λέξεις εκφυλίζεται πλέον σε ανοιχτή υποτέλεια απέναντί τους.

Η λίστα των συμπτωμάτων που συνιστούν την σημερινή κρίση της ελληνικής θα μπορούσε να μακρύνει πολύ. Σ’ αυτήν ανήκει αυτοδικαίως η «μετάφραση» στην καθομιλουμένη κλασσικών έργων της καθαρεύουσας ή και της δημοτικής(!), όπως του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη. Η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη Μέση εκπαίδευση. Η κατάρρευση στην ουσία της διοικητικής και οικονομικής μας γλώσσας υπό τον όγκο της εισαγόμενης ξενόγλωσσης, κοινοτικής, νομοθεσίας, όγκο που καμμιά μεταφραστική υπηρεσία, οσοδήποτε φιλότιμη και επαρκής, δεν είναι δυνατόν να δαμάσει. Τέλος, η αναρριπιζόμενη κατά καιρούς συζήτηση για απλούστευση της ιστορικής ορθογραφίας, ακόμη και προς την κατεύθυνση της φωνητικής της εξαλλαγής ή της υιοθέτησης του λατινικού αλφαβήτου.
 

* * *


Όποιος έχει περπατήσει το Πράδο στη Μαδρίτη, θα έχει προσέξει ότι παντού στις αίθουσες, πινακίδες και επιγραφές είναι γραμμένες σε μία μόνο γλώσσα: τα ισπανικά. Ο αλλοδαπός επισκέπτης καλείται να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί.

Η ίδια μονοφωνία τείνει να επικρατήσει και εδώ, στα καθ' ημάς. Σε μια πρόσφατη αθηναϊκή Μπιενάλε λ.χ., τα πάντα ήταν γραμμένα σε μία γλώσσα: τα αγγλικά. Ώς και ο τίτλος της έκθεσης μαϊμούδιζε. Ο μη αγγλομαθής ημεδαπός ήταν προειδοποιημένος εξ αρχής: θέση γι' αυτόν εκεί δεν υπήρχε.

Στον κατάλογο της Μπιενάλε έβρισκε κανείς γραμμένη μια φρασούλα που με αφοπλιστική ειλικρίνεια περιέγραφε το πιστεύω των διοργανωτών: «δεν θέλουμε ποτέ να είμαστε αυτό που είμαστε, διεκδικούμε να μην είμαστε αυτό που είμαστε». Έστω. Μόνο που όποιος δεν τα καταφέρνει ποτέ του «να γίνει αυτό που είναι», όπως ζητούσε ο Νίτσε, ούτε να γίνει κάτι άλλο, οτιδήποτε άλλο, μπορεί.

Ας ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο που μας περιβάλλει.

Παντού γύρω μας διευθύνοντες, διαφημιστές και δημοσιογράφοι ξαναβαπτίζουν κάθε μέρα τον κόσμο – τον κόσμο μας. Μέγαρα και στάδια, κοινωφελή ιδρύματα και αθλητικά σωματεία, περιοδικά έντυπα και εμπορικά κέντρα, πιστωτικά ιδρύματα και αρχιτεκτονικά γραφεία, εφημερίδες και ιστότοποι, τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, εστιατόρια και κέντρα διασκεδάσεως, επαρχιακά ψιλικατζίδικα και συνοικιακά μαγαζάκια, καζίνα, ξενοδοχεία, πλοία, μουσεία – τα πάντα "εκσυγχρονίζονται" γλωσσικά απηνώς. Ό,τι καινούργιο φτιάχνεται, ξενίζει υποχρεωτικά ή, έστω, λατινογραφείται. Αστέρες του τραγουδιού και μουσικά συγκροτήματα, εικαστικοί καλλιτέχνες, ακόμη και νεαροί ποιητές παίρνουν ξένα ονόματα. City Link καλείται πλέον το κτήριο του ΜΤΣ στην καρδιά της Αθήνας. “Herakleidon, Experience in Visual Arts” ονομάζουν το νέο μουσείο επί της ομώνυμης οδού οι ιδρυτές του. Επί της 3ης Σεπτεμβρίου τις πύλες του άνοιξε πρόσφατα το Hellenic Motor Museum. Τα βιβλιοφιλικά, τα λογοτεχνικά μας έντυπα ακούν όλο και συχνότερα σε ονόματα όπως Poetix, Index, The Athens Review of Books. Από τις είκοσι τόσες αθηναϊκές γκαλλερί που διαθέτουν ιστότοπο ούτε οι μισές δεν μιλούν πέραν της αυτονόητης αγγλικής και ελληνιστί. Το Megaron Plus αναλαμβάνει με τις διαλέξεις του να λύσει τις απορίες μας για τη γλώσσα, και η κρατική τηλεόραση μέσω του Prisma Plus να μας εξοικειώσει με την ψηφιακή εποχή. Olympic Air και Super League ονομάζονται πλέον οι πάλαι ποτέ Ολυμπιακή Αεροπορία και Πρώτη Εθνική. Τις ελληνικές θάλασσες διασχίζουν σκάφη με το όνομα Cruise Europa και Knossos Palace. Κόμμα και συνδικαλιστική παράταξη, είναι αλήθεια, δεν έχουμε ακόμη ξενότιτλο. Έχουμε όμως Κινήσεις Πολιτών και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις: ActionAid, Praksis, Atenistas κ.ο.κ., κ.ο.κ.

Στον χώρο της καθαυτό οικονομίας η κατάρρευση της ελληνικής είναι πλήρης. Αφού πρώτα αφελληνίστηκαν γλωσσικά όλα σχεδόν τα προϊόντα που φέρουν ακόμη το Made in Greece στην ετικέττα τους, η σκυτάλη πέρασε στις εταιρείες. Τα πιστωτικά ιδρύματα έσυραν πρώτα τον χορό. Alpha Bank έγινε η Τράπεζα Πίστεως, αφού προηγουμένως πέρασε από το μεταβατικό «Alpha Τράπεζα Πίστεως». Η Eurobank κατάπιε και γλωσσικά την Ιονική Τράπεζα και την Τράπεζα Εργασίας. Η ATE-Βank φροντίζει ακόμη να μας θυμίζει –για πόσο ακόμη;– στα ψιλά τον αληθή της τίτλο: Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Όσο για την αλλοτινή «τράπεζα των στρατιωτικών», απαλλαγμένη επιτέλους από την κεφαλή του Αλέξανδρου που είχε έμβλημά της, καμαρώνει νέο κοσμοπολίτικο όνομα: Geniki Bank. Emporiki έγινε η Εμπορική, Hellenic Postbank το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Αν η δημόσια παρουσία μιας γλώσσας, το επίσημο πρόσωπό της τουτέστιν, μαρτυρεί το κοινωνικό της στάτους, είναι προφανές ότι η ελληνική από καιρό είναι στην Ελλάδα γλώσσα παρακατιανή, δευτεροκλασσάτη. Το κύρος της θεωρείται αυταπόδεικτα μειωμένο, ανίκανο να σημάνει πρωτοβουλίες και σχέδια φιλόδοξα. Η ξενογλωσσία, η αγγλοφωνία ιδίως, έρχεται έτσι ως εκ του φυσικού να καλύψει το κενό.

Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Πως μπορεί να ερμηνευθεί το φαινόμενο; Λόγοι σοβαροί πρακτικοί που να το εξηγούν δεν υπάρχουν. Αυτό το γλωσσικό μασκάρεμα, αυτή η ηθική παρενδυσία καλύτερα, πάνω σε τι άδηλες ψυχικές ανάγκες πατάει; Πρόκειται άραγε για εκδήλωση της γνωστής εκείνης περιφρόνησης με την οποία οι ιθύνοντες είθισται να αντιμετωπίζουν το ιθαγενές και «καθυστερημένο» κοινό τους, για μια υπόμνηση δίκην ταώνος της συντεχνιακής τους υπεροχής; Είναι η ξενογλωσσία ένας μηχανισμός αποκλεισμού των παρακατιανών, ένας «ταξικός» φραγμός όπως φέρ’ ειπείν η χρήση της γαλλικής στα χείλη των μυθιστορηματικών ηρώων του Τολστόι;

Ή μήπως, αντίστροφα, έχουμε να κάνουμε με το άγχος του ανασφαλούς επαρχιώτη, που τρέμει μπας κι οι πρωτευουσιάνοι τον θεωρήσουν μπας κλας, άμα δειχτεί τέτοιος που πράγματι είναι; Και που γι’ αυτό σπεύδει να μαϊμουδίσει όσο πιο πειθήνια μπορεί την ξένη φωνή, χώνοντας τη δική του στο υπόγειο; Το σύμπλεγμα δηλαδή του Ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης, που τόσο καίρια περιέγραψε ο Καβάφης; Το πιθανότερο είναι ότι τα δύο αυτά ισχύουν παράλληλα. Η ευτράπελη μορφή του μεγαλοπιασμένου Νεοέλληνα που την ίδια στιγμή πουλάει φιγούρα προς τα μέσα και βαθιές υποκλίσεις προς τα έξω είναι φαινόμενο διαχρονικό.

Η ξενοζηλία, για να παραφράσω και πάλι τον Τριανταφυλλίδη, εκατό τόσα χρόνια μετά, δεν είναι δυνατόν παρά να πηγαίνει χέρι χέρι με την υποτέλεια. Δήλωνε δε ανέκαθεν δύο τινά. Το σύμπλεγμα του φτωχού συγγενούς, που μασκαρεύεται στα μεγάλα σαλόνια για να κρύψει τον αληθινό του εαυτό. Και την ξιπασιά του δήθεν κοσμοπολίτη, που με μια πόζα φερμένη απ’ τα ξένα νομίζει πως θ’ αποσβολώσει τους ιθαγενείς.

Ωστόσο, και οι επισημάνσεις αυτές δεν αρκούν. Είπα στην αρχή ότι η γλωσσική κρίση είναι τμήμα μόνο της γενικής ελληνικής κρίσης που διερχόμαστε. Όπως παρατηρούσε ο Νίκος Φωκάς παλαιότερα, το γλωσσικό μας πρόβλημα είναι πρόβλημα κατά βάση εξωγλωσσικό. Το τερατώδες εξωτερικό μας χρέος έχει το αντίστοιχό του σε όλα τα μεγέθη της συλλογικής μας ζωής. Χώρα μέ ασήμαντη θέση στον διεθνή καταμερισμό της υλικής και πνευματικής εργασίας, και επιπλέον αντιπαραγωγική και χρονίως εξαρτημένη από την ξένη προστασία, η Ελλάδα ήταν επόμενο να διολισθήσει στον παρασιτισμό. Ακόμη και η νεοελληνική ιδεολογία, ο τρόπος δηλαδή που κατανοούμε τον εαυτό μας, είναι εν μέρει προϊόν εισαγωγής.

Ο καταναλωτικά παράσιτος, για τον οποίο μας μίλησε ο Κονδύλης, είναι και ηθικά και πνευματικά και γλωσσικά παράσιτος. Ο δανειοδίαιτος  είναι επόμενο να πιθηκίζει. Είναι συνεπές να υποκρίνεται αυτό που δεν είναι. Και είναι επόμενο να ντρέπεται γι’ αυτό που υπήρξε. Για τον παράσιτο, ακόμη και τα απομεινάρια του κληρονομημένου του πλούτου αποτελούν άχθος. Δηλωμένα ή άρρητα, επιδιώκει να τα αποτινάξει και να τα αρνηθεί. Στον ξεπεσμένο, πάντα η σύγκριση με το παρελθόν προξενεί άγχος, αφού φέρνει στο φως την τωρινή του αθλιότητα. Όπου μπορεί, το αποφεύγει λοιπόν.

Κατ’ αυτή την έννοια, οι ποικίλες όψεις της γλωσσικής μας κρίσης συνέχονται. Είτε ως τυφλός πιθηκισμός του εκάστοτε αλλότριου, είτε ως απάρνηση του όποιου οικείου και δικού, η γλωσσική ξενοζηλία μας, η αρνησιγλωσσία μας καλύτερα, είναι το εξωτερικό σύμπτωμα μιας βαθύτατα διαταραγμένης σχέσης με τον εαυτό.

Τη σχέση αυτή θα ήταν δίκαιο ωστόσο να μην την περιορίσουμε στις τελευταίες δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, ο σημερινός γλωσσικός αφελληνισμός των yappies και των life stylists αποτελεί οργανική συνέχεια του φανατικού υπερελληνισμού των σοφολογιώτατων και των αρχαϊστών. Όπως αυτοί οι δεύτεροι έπνιγαν εν τη γενέσει του ό,τι δυναμικότερο και αυθεντικότερο διέθετε ο νεώτερος ελληνισμός, και πάσχιζαν να το υποκαταστήσουν με ένα σκέλεθρο του παρελθόντος, απλώς και μόνο για ν’ αποσπάσουν από κάποιους φιλέλληνες το εύγε, έτσι και εμείς σήμερα κρυβόμαστε πίσω από ένα γλωσσικό προσωπείο που δεν μας ανήκει για τον ίδιο σκοπό, για να υφαρπάξουμε την επιδοκιμασία των άλλων. Τέτοια και τόση δυσθυμία και αιδώ μας προξενεί ο αληθινός μας εαυτός. Οι καθαρολόγοι πιθήκιζαν τα αρχαία όχι γιατί τα καταλάβαιναν και τα αγαπούσαν, αλλά γιατί οι Ευρωπαίοι τα είχαν περί πολλού, σ’ αυτούς ζητούσαν να κάνουν εντύπωση. Για τον ίδιο λόγο σήμερα, τι πιο φυσικό, ψελλίζουμε τα αγγλοαμερικάνικα. Ο Μιχαήλ Μητσάκης, στο έβγα του 19ου αιώνα, κάγχαζε. Το γλωσσικό μας ζήτημα, έγραφε, οσονούπω θα λυθεί: «άπαντες θα ομιλούμεν την γαλλικήν». Είχε δίκιο. 

Θα κλείσω όπως άρχισα. Η χώρα διέρχεται μια κρίση ολοκληρωτική. Τίποτα δεν μαρτυρεί ότι αυτή θα ξεπεραστεί σύντομα. Όταν άλλα, στοιχειωδέστερα, διακυβεύονται, οι συζητήσεις για τα ελληνικά και την ορθογραφία τους μπορούν να περιμένουν. Ερωτηματικό.




 


πηγή : koutsourelis.gr      




 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου