Ο μέγας ορισμός. Ο αυτοπροσδιορισμός μέχρι θανάτου. Όταν πιστέψεις σε κάτι. Όταν πεισθείς για κάτι. Μέχρι θανάτου. Όταν αφιερωθείς σε κάτι. Που δεν είναι προστακτικός, επιτακτικός νόμος. Ούτε διαταγή και γραπτές εντολές πάνω σε δύο πλάκες σαν του Μωϋσή στο όρος Σινά. Αλλά είναι κάτι σαν ηχώ. Σαν αύρα γλυκειά. Τα λόγια, τα ρήματα εκείνων. Δηλαδή των προγόνων. Των εφόρων της Σπάρτης έστω. Των υπευθύνων της παράδοσης. Των αρχειοφυλάκων του προφορικού λόγου. Που έδιναν στιλπνότητα στην προαιώνια μνήμη. Και τηρούσαν επίκαιρο τον ηθικό κανόνα. Σ’ αυτόν υπήκουσαν. Θα μπορούσαν ίσως, αν ήσαν παράσπονδοι, να μην υπακούσουν. Να ισχυρισθούν πως δεν ένοιωσαν την αύρα, δεν άκουσαν την ηχώ των προφορικών ρημάτων, πως τα ξέχασαν ή πως δεν θα ίσχυαν στο απόλυτο. Δηλαδή, στο μέχρι θανάτου. Ή στη σύγκρουση με ασυγκρίτως υπέρτερες δυνάμεις και με βασιλιάδες χρυσοποίκιλτους, που γυρεύουν και λαμβάνουν από τους δειλούς πάντα γη και ύδωρ, και με μηχανές πολέμου. Για την ακρίβεια, δεν υπήκουσαν. Επείσθησαν. Χωρίς διαταγή, χωρίς γραπτό νόμο, χωρίς γραπτό σύνταγμα, χωρίς κατάρες, απειλές και αφορισμούς, χωρίς αντάλλαγμα. Και έπεσαν όλοι. Από βασιλέως μέχρι στρατιώτου. Δεν επτοήθησαν ούτε μόλις φάνηκε εκεί ο πάντα αναγκαίος σε κάθε θυσία Εφιάλτης. Και έτσι κουασιμοδικός, καμπούρης και πεντάσχημος, φιλάργυρος, βούλιμος, φιλήδονος και εγωπαθής που ήταν, έστω και μη δυνάμενος να κρατήσει ψηλά την ασπίδα, έμοιαζε με τον θάνατο τον ίδιο. Σαν προαναγγελία, σαν προεξόφληση, σαν πιστοποίηση βεβαίου γεγονότος. Και όταν παρακαλούν ευγενικά τον ξένο αγγελιαφόρο να πει στους Λακεδαιμονίους «ότι εδώ κείμεθα» δεν θέλουν καμμιά αναγνώριση ή υστεροφημία. Είναι βέβαιο αυτό. Η γραφή του Σιμωνίδη από την Τζιά, λιτή, απλή, δωρική, αυστηρή όπως είναι, το εξασφαλίζει, το κατοχυρώνει, το μαρτυρεί, το εγγυάται. Απλά, αναφέρουν ταπεινά και στρατιωτικά. Και για να ξέρουν οι δικοί τους πού βρίσκονται, πώς βρίσκονται, σε ποιά στάση, σε ποιά κατάσταση. Μην τους ψάχνουν άδικα. Αν τους έχουν πάρει τα «πουλιά». Ένας αόρατος φροντιστής του πεπρωμένου, που το ορίζει και το κινεί, σχηματοποιεί στους μαχητές των Θερμοπυλών την απόλυτη εσωτερική προαίρεση-αυτοπροαίρεση που τους κάνει και νικητές και αθάνατους. «Τοις κείνων ρήμασι…». Όχι «τοις κείνων μανιφέστοις ή κομματικαίς γραμμαίς ή ωφελιμιστικαίς απαιτήσεσι». Το «τοις κείνων ρήμασι…» των μαχητών, ηθικών νικητών των Θερμοπυλών προϋποθέτει μια ουράνια κοινωνία αξιών, ενοικούσα στην ψυχή τους, μια πλατειά θέαση της ιστορίας και των διδαγμάτων της, και μια απέραντη αγάπη προς τους όμαιμους προγόνους τους. Αγάπη, όχι αυστηρούς και επιτιμητικούς σεβασμούς και επιτακτικές υποταγές. Αγάπη σαν αυτή που κήρυξε ο Χριστός και εστιχούργησε ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους επιστολή του.
Ο Αλεξανδρινός ποιητής, ο μέγας Κ. Καβάφης, με τις «Θερμοπύλες» του μας έδωσε το σαφές και ευσύνοπτο δίδαγμα «λύπης κι’ ευσπλαχνίας, γενναιότητας και αλήθειας», στη βάση του συσχετισμού του χρέους και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που κατοχυρώνεται και πυργώνεται όταν αυτό εκτελείται. Αφιερωμένο και προσαρμοσμένο δίδαγμα στους απλούς ανθρώπους, τους καθημερινούς, τους εμπειρικούς. Σε όλους. Τους αξιακούς μεν, πλην όχι κατ’ ανάγκην επικούς. Όμως στην ανθρώπινη δράση, τη σύγχρονη και την αιώνια, υπάρχει και θα υπάρχει μια απέραντη περιοχή γεμάτη συγκρούσεις, ανταγωνισμούς, ειρηνικούς – τρόπος του λέγειν – πολέμους, παλέματα και πυγμαχίες, ασκήσεις του νου και του λόγου, θεμιτές και αθέμιτες δράσεις, όπου το έπος του Ομήρου ή του Πινδάρου μένει πάντα ζωντανό, επικαιροποιείται και δονείται στις καρδιές των ανθρώπων. Και τους κάνει «επικούς». Αυτή η περιοχή είναι η της πολιτικής. Όσο και αν εκπίπτει ή καταπίπτει. Το κρυφό και ανεπαίσθητο, όσο και διαυγές, επικό άρωμα των στίχων από τις «Θερμοπύλες» του Κ. Καβάφη είναι εκεί, σαν οδηγός συμπεριφοράς. «Τιμή και περισσότερη τιμή τους πρέπει…».–
Β.Γ.Π.
3.VI.14
πηγή : kontranews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου