Άρθρο του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Αν κάτι χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι το ξεθώριασμα των εξουσιών του παραδοσιακού έθνους-κράτους. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ομοιόμορφο, αλλά αφορά κυρίως τα μικρότερα έθνη-κράτη, των οποίων η αυθυπαρξία τίθεται υπό αμφισβήτηση μέσα από την αφόρητη πίεση που ασκεί η παγκοσμιοποίηση. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η de facto χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2010 και οι χειρισμοί που επακολούθησαν δημιουργούν νέα δεδομένα τα οποία προδιαγράφουν πολύ βαθειές (και μόνιμες) ιστορικές μεταβολές...
Η υπογραφή του (πρώτου) «μνημονίου» το 2010 συνιστά μια τομή στην ιστορία της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα αποτελεί την έμπρακτη παραδοχή από το πολιτικό σύστημα της χώρας της αδυναμίας της να υπάρξει στο εξής ως ένα αυτόνομο και βίωσιμο πολιτικό υποκείμενο και τη συνακόλουθη μετατροπή της σε (αποικιακό) αντικείμενο της πλανητικής πολιτικής. Των εξελίξεων αυτών είχε προηγηθεί η εξάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας η οποία επιταχύνθηκε με την είσοδό της στην ΕΕ και κορυφώθηκε με την ένταξη στο ευρώ. Το ευρώ εξασφάλισε μια προσωρινή και απατηλή αγοραστική δύναμη, η οποία πολλαπλασιάστηκε μέσα από τον μηχανισμό της τραπεζικής ανατροφοδότησης. Στην πραγματικότητα όμως καταργώντας και τον τελευταίο προστατευτικό μηχανισμό, αυτόν της συναλλαγματικής ισοτιμίας, έδωσε τη χαριστική βολή στην εγχώρια παραγωγή. Οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ της χώρας δεν φάνηκε να ανησυχούν από αυτές τις εξελίξεις, αφού τώρα πια ήταν σε θέση να παράγουν κέρδη σε σκληρό νόμισμα το οποίο μπορούσαν απ’ ευθείας να εξάγουν στο εξωτερικό. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τα εισαγόμενα αγαθά, αλλά και τις εγχωρίως εμπορευόμενες αξίες (π.χ. ακίνητα). Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα κατέστη στην κυριολεξία μια ανοχύρωτη χώρα. Παράλληλα απέκτησε πλήρως ανορθολογικές οικονομικές δομές, αφού οι ηγετικές της ομάδες διαχειρίστηκαν τους οικονομικούς πόρους, έχοντας ως προτεραιότητα τη διατήρηση της δυνατότητάς τους να απομυζούν παρασιτικά τις χρηματικές ροές που δημιουργούσε η οικονομία.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι το ξεθώριασμα των εξουσιών του παραδοσιακού έθνους-κράτους. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ομοιόμορφο, αλλά αφορά κυρίως τα μικρότερα έθνη-κράτη, των οποίων η αυθυπαρξία τίθεται υπό αμφισβήτηση μέσα από την αφόρητη πίεση που ασκεί η παγκοσμιοποίηση. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η de facto χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2010 και οι χειρισμοί που επακολούθησαν δημιουργούν νέα δεδομένα τα οποία προδιαγράφουν πολύ βαθειές (και μόνιμες) ιστορικές μεταβολές...
Η υπογραφή του (πρώτου) «μνημονίου» το 2010 συνιστά μια τομή στην ιστορία της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα αποτελεί την έμπρακτη παραδοχή από το πολιτικό σύστημα της χώρας της αδυναμίας της να υπάρξει στο εξής ως ένα αυτόνομο και βίωσιμο πολιτικό υποκείμενο και τη συνακόλουθη μετατροπή της σε (αποικιακό) αντικείμενο της πλανητικής πολιτικής. Των εξελίξεων αυτών είχε προηγηθεί η εξάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας η οποία επιταχύνθηκε με την είσοδό της στην ΕΕ και κορυφώθηκε με την ένταξη στο ευρώ. Το ευρώ εξασφάλισε μια προσωρινή και απατηλή αγοραστική δύναμη, η οποία πολλαπλασιάστηκε μέσα από τον μηχανισμό της τραπεζικής ανατροφοδότησης. Στην πραγματικότητα όμως καταργώντας και τον τελευταίο προστατευτικό μηχανισμό, αυτόν της συναλλαγματικής ισοτιμίας, έδωσε τη χαριστική βολή στην εγχώρια παραγωγή. Οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ της χώρας δεν φάνηκε να ανησυχούν από αυτές τις εξελίξεις, αφού τώρα πια ήταν σε θέση να παράγουν κέρδη σε σκληρό νόμισμα το οποίο μπορούσαν απ’ ευθείας να εξάγουν στο εξωτερικό. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τα εισαγόμενα αγαθά, αλλά και τις εγχωρίως εμπορευόμενες αξίες (π.χ. ακίνητα). Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα κατέστη στην κυριολεξία μια ανοχύρωτη χώρα. Παράλληλα απέκτησε πλήρως ανορθολογικές οικονομικές δομές, αφού οι ηγετικές της ομάδες διαχειρίστηκαν τους οικονομικούς πόρους, έχοντας ως προτεραιότητα τη διατήρηση της δυνατότητάς τους να απομυζούν παρασιτικά τις χρηματικές ροές που δημιουργούσε η οικονομία.
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν πίσω στο σημαδιακό 2010, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το χρονικό ορόσημο στο οποίο οι άρχουσες ομάδες της χώρας έκαναν μια σιωπηρή επιλογή: παραιτήθηκαν από την προσπάθεια η χώρα και η ελληνική κοινωνία γενικότερα, να επιδιώξει την επιβίωσή της ως συγκροτημένο συλλογικό υποκείμενο καταβάλλοντας βεβαίως τις ανάλογες (μεγάλες) θυσίες. Μέσω του «μνημονίου» αποδέχτηκαν ως μόνιμο τετελεσμένο την οικονομική υποβάθμιση της χώρας (την οποία οι ίδιοι προκάλεσαν) και συνομολόγησαν μια πολιτική κοινωνικού διαμελισμού της, η οποία θυσιάζει ολόκληρα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας προκειμένου να σωθούν άλλα (με πρώτα μεταξύ αυτών το ίδιο το εγχώριο πολιτικό-οικονομικό σύστημα και τα υπολλείμματα των πελατειακών σχέσεων που ακόμη σε κάποιο βαθμό είναι σε θέση να συντηρεί). Από την άποψη αυτή το μνημόνιο ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στην παγκοσμιοποιητική εθνοδιαλυτική διεργασία και παράλληλα διεξάγει στο εσωτερικό έναν ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο (μέσω της προσπάθειας επίτευξης πλεονασμάτων διά της μεθόδου της αυτοανάλωσης...).
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα, ότι η όποια προσπάθεια διατύπωσης μιας εναλλακτικής λύσης προς το μνημόνιο, ουσιαστικά απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό του ιστορικού ρόλου του ελληνικού έθνους-κράτους, το οποίο εξ αντικειμένου είναι ο μοναδικός φορέας στον οποίο μπορεί να στηριχθεί μια συλλογική άμυνα και ο οποίος είναι ο κατ’ εξοχήν βαλλόμενος αυτή τη στιγμή. Εννοείται ότι πρόκειται για ένα νέο ερώτημα, το οποίο απαιτεί μια νέα απάντηση. Για αυτό και σε αυτή την αναζήτηση δεν έχουν θέση οι παραδοσιακές αντιπαραθέσεις μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς» περί της έννοιας τους έθνους ή περί της περίπου προδιαγεγραμμένης εξαφάνισης του εθνικού κράτους μέσα από τις παγκόσμιες διαδικασίες της οικονομικής ενοποίησης. Το ερώτημα λοιπόν έχει ως εξής: είναι το έθνος και κυρίως η εξωτερική του μορφοποίηση ως κυρίαρχο έθνος-κράτος η καλύτερη οργανωτική μορφή στη συμμετοχή στον παγκόσμιο αγώνα κατανομής; Και αν ναι, ποιές είναι οι αναδιαρθρώσεις και οι αλλαγές νοοτροπίας που θα καταστήσουν βιώσιμη και αποτελεσματική μια τέτοια μορφή πολιτικής αντίστασης στην υποταγή που επιβάλλει ο οικουμενισμός των πλανητικών δυνάμεων; Σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απαντήσουν πρώτα οι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει να κάνουν και αυτές τη δική τους υπέρβαση, προτού επιχειρήσουν να προβάλλουν μια συγκροτημένη αντιπρόταση. Στο ερώτημα αυτό οι «μνημονιακοί» έχουν ήδη απαντήσει με έναν κυνικό ρεαλισμό: έχουν επιλέξει τη συμπόρευση με το ιστορικό ρεύμα, το οποίο βαθμιαία καθιστά την Ελλάδα μια ευρωπαϊκή επαρχία, της οποίας οι τύχες θα αποφασίζονται αλλού. Με αυτό τον τρόπο ίσως συντηρηθούν κάποιες ψευδοπροσόψεις εθνικής κυριαρχίας, μέχρις ότου και αυτές να γίνουν περιττές μέσα από το ψευδο-όραμα του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού...
Στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης διακηρύξαμε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ η διατύπωση μιας πειστικής αντιμνημονιακής αντιπρότασης απαιτεί και προϋποθέτει την επανεφεύρεση της έννοιας της πατρίδας. Μιας πατρίδας που θα έχει πραγματικά στοιχεία ισονομίας και ισοπολιτείας, που δεν θα σπαταλά πόρους μέσα από μηχανισμούς ευνοιοκρατίας, αλλά θα παρέχει ευκαιρίες στους πολίτες της να ανελιχθούν βάσει του ταλέντου τους και της προσφοράς τους. Η πατρίδα αυτή θα υπερασπίζεται αληθινά το «δημόσιο αγαθό», όταν δεν θα μπορούν να το διαχειριστούν επωφελώς για το σύνολο οι ιδιώτες, χωρίς όμως να το μετατρέπει σε λάφυρο της κομματικής της πελατείας. Από την άλλη μεριά αυτή η πατρίδα θα αξιοποιεί την παραγωγικότητα των ιδιωτών, χωρίς να ναρκοθετεί την πορεία τους μέσω ενός διεφθαρμένου και παρασιτικού κράτους και θα έχει νόμους που θα τηρούνται από όλους και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή είναι η μόνη πατρίδα που αξίζει να υπερασπιστεί κανείς και η οποία μπορεί να συνεγείρει τον λαό σε έναν συλλογικό αγώνα εγκαθίδρυσής της.
Το παραπάνω αίτημα μπορεί να φαίνεται ουτοπικό, αλλά είναι απολύτως θεμελιακό. Τόσο θεμελιακό μάλιστα, ώστε πραγματικά να απορεί κανείς πώς αυτά τα ζητήματα δεν τέθηκαν εξ αρχής στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, τουλάχιστον αφ’ ότου η χώρα χρεοκόπησε το 2010. Αντ’ αυτού τα πολιτικά κόμματα προτίμησαν να υπεκφύγουν, προκείμενου να διατηρήσουν τη σχέση τους με τις εκλογικές τους βάσεις και κυρίως, προκειμένου να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Βολεύτηκαν λοιπόν όλοι γύρω από το ετοιμοπαράδοτο μνημόνιο των ξένων, το οποίο φυσικά εξυπηρετούσε πρωτίστως τα συμφέροντα των συντακτών του, αποφεύγοντας να διατυπώσουν μια εθνική πρόταση που θα αποτελούσε ένα σκληρό, πλην όμως έντιμο συμβόλαιο με τον λαό. Έτσι, όλοι βρήκαν έναν ανέξοδο τρόπο να δικαιολογήσουν την πολιτική τους ύπαρξη ακόμη και στην «μεταχρεοκοπημένη» Ελλάδα. Οι μεν «μνημονιακοί» προβάλλοντας το μνημόνιο ως μόνη λύση (χωρίς να εφαρμόζουν αρκετά από τα αναγκαία που περιλαμβάνει!). Οι δε «αντιμνημονιακοί» βάλλοντας γενικώς κατά του μνημονίου, αλλά χωρίς να διατυπώνουν μια πρόταση εθνικής βιωσιμότητας υπό τις παρούσες συνθήκες.
Είναι προφανές ότι για όσο καιρό δεν θα δίνονται απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα, κάθε προσπάθεια «σωτηρίας» θα συνιστά ματαιοπονία. Το μνημόνιο θα εφαρμόζεται στο κέλυφός του και όχι στην ουσία του, και οι θυσίες που θα ζητά μέσα από αυτή την αέναη διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης συρρίκνωσης θα γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Οι πιο ανταγωνιστικές δυνάμεις που διαθέτει η Ελλάδα θα φυλλορροήσουν και στο τέλος η χώρα θα απομείνει ένα άδειο κέλυφος με τους γηγενείς να αποτελούν παλιούς πλην όμως ενδεείς «μουσαφιρέους» στον τόπο τους.
Αν κάποιος θέλει αληθινά να αναστρέψει αυτή την πορεία, είναι υποχρεωμένος να κάνει μια πολιτική υπέρβαση. Πρέπει να απεμπλακεί από τις πολιτικές και ιδεολογικές του αγκυλώσεις και να φτάσει σε μια ολότελα νέα σύνθεση. Για παράδειγμα ο κορμός των αντιμνημονιακών δυνάμεων που σήμερα εκφράζεται από την αντιμνημονιακή αριστερά δεν μπορεί να δίνει νυσταλέες μάχες αριστερίστικης ορθοφροσύνης, ούτε να αρκείται στο να προβάλλει εαυτόν ως η «αριστερά που δεν κυβέρνησε». Αυτό που θα πρέπει να γίνει σήμερα κατανοητό είναι ότι η «αντιμνημονιακή» επιλογή συνιστά πάνω από όλα μια επιλογή εξέγερσης. Μιας εξέγερσης κατά της υποταγής που επιβάλλουν οι αφομοιωτικοί και εθνοδιαλυτικοί μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης και η οποία προϋποθέτει την αμετάκλητη απόφαση ενός λαού να πάρει στα χέρια του τις τύχες του, χωρίς να φεισθεί θυσιών για να επιτύχει την οικονομική και εν τέλει την πολιτική του αυτοδιάθεση.
Είναι ξεκάθαρο όμως ότι μια τέτοια απόφαση, αν στα αλήθεια κανείς την εννοεί και δεν κάνει απλώς πολιτικό συνδικαλισμό, απαιτεί κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό από τη γενική επίκληση πολιτικών θεωριών περασμένων αιώνων. Απαιτεί πάνω από όλα τη ενεργοποίηση των εθνικών ανακλαστικών του λαϊκού συλλογικού υποκειμένου και κυρίως την αναγνώριση της πολιτικής σημασίας που έχει στην παρούσα συγκυρία η διαφύλαξη του εθνικού κράτους. Ίσως αυτό είναι ένα από τα παράδοξα της ιστορίας: την ίδια στιγμή που ο καπιταλισμός μέσω της παγκοσμιοποίησης γίνεται αμείλικτα «διεθνιστικός» (όσον αφορά το κεφάλαιο), η αριστερά ίσως πρέπει να ανακαλύψει την έννοια της πατρίδας και την αξία του εθνισμού ως ιδεολογίας αντίστασης. Ίσως μόνο μέσω αυτών ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος μπορεί πια να διατηρήσει κάποια στοιχεία συνοχής και αυτοοργάνωσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης που είναι ο έτερος ισχυρός μηχανισμός που κονιορτοποιεί το μόνο συλλογικό υποκείμενο που θα μπορούσε να αντισταθεί: τον ελληνικό λαό.
Ας τα σκεφτεί όλα αυτά η αριστερά, και ας αξιολογήσει σε όρους καθαρά μαρξιστικούς-λενινιστικούς (!) τη σημασία που έχει ένα ισχυρό και αυτοσυνειδητοποιημένο ιστορικό υποκείμενο. Και ας διατυπώσει, αν μπορεί, μια συνολική πρόταση που να περνάει το τεστ ανταγωνιστικότητας που θέτει σε πλανητική κλίμακα η παγκοσμιοποίηση. Επανάσταση σημαίνει πάνω από όλα επαναστατική σκέψη. Σημαίνει όμως και πραγματισμό. Οτιδήποτε άλλο είναι καταδικασμένο να σαρωθεί από τις υλικά υπέρτερες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού...
πηγή : real
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου