Η ιστορική αδικία είναι πελώρια και
κραυγαλέα. Δεν άφησαν τους βιοπαλαιστές της υπαίθρου (μικρογεωργοποιμένες) να
επεκταθούν και να ανέβουν με την αύξηση των εισοδημάτων τους, την εμπορία των
προϊόντων τους και κατ’επέκταση την απόκτηση ρευστότητας. Ο κλήρος από γενιά σε
γενιά εμίκραινε με την κληρονομική διαδοχή.
Ποτέ δεν έφθαναν σε παραγωγικό περίσσευμα, που θα το πωλούσαν και θα αποκτούσαν ρευστό το οποίο ούτως ή άλλως θα διετίθετο αποκλειστικά σχεδόν για την προίκα της θυγατέρας ή για το χτίσιμο σπιτιού. Όλο το προϊόν τους αφιερώνετο στην τροφή των μελών της (πολυμελούς) οικογένειας και στην ανατροφή των παιδιών. Και αυτό εγίνετο για αιώνες. Συγκεκριμένα, τους ύστερους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας και σίγουρα τα πρώτα εκατό χρόνια της ελεύθερης και παραδοσιακής Ελλάδας.
Οι βιοπαλαιστές της υπαίθρου που είχαν το σφρίγος, τη δύναμη και την όρεξη να ανέβουν στην κλίμακα της κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης και μετακινούμενοι στις πόλεις να αποτελέσουν την αστική τάξη, και που αποτελούσαν τον κορμό και το δυνατό βιολογικό κύτταρο της φυλής, είχαν έναν εχθρό: τους κοτζαμπάσηδες. Αυτοί ήσαν – για να το πούμε απλά και σε ορολογία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – οι «κουϊσλινγκ» της τουρκοκρατίας, οι τοπικοί «κυβερνήτες», άρχοντες δοτοί και συνεργαζόμενοι με τον Τούρκο. Είχαν λάβει τα σχετικά προνόμια και τους σχετικούς τίτλους από τον Οθωμανό «περιφερειάρχη» ή και από την ίδια την Υψηλή Πύλη (La Porte Sublime). Καταδυνάστευαν με χίλιους τρόπους τους υποδουλωμένους Έλληνες. Με φόρους, με δικαστικές δικαιοδοσίες που είχαν, αλλά και με ίντριγκες και με φόνους ακόμη εναντίον των δυνατών, φιλελεύθερων και ατίθασων Ελλήνων που τους έβλεπαν σαν δυνητική απειλή. Αυτές ήσαν οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των σκλαβωμένων Ελλήνων από το 1600 μέχρι το 1821 και μεταξύ των «ελευθερωμένων» από το 1830 μέχρι το 1930, κατ’ελάχιστον. Για να μην πούμε μέχρι σήμερα, υπό τον όρο των ιστορικοπολιτικών κάθε φορά δεδομένων και εξελίξεων. Θα μπορούσε κανείς να εννοήσει την παραπάνω αλληλουχία των περιγραφών προβάλλοντας παράλληλα και την άλλη αληθινή παραδοχή: ότι αστική τάξη και ζωή της υπαίθρου είναι έννοιες ασύμβατες.
Προτιμήσαμε όμως να τονίσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των «πρώϊμων» κοινωνικών ανισοτήτων, παρά να περιορισθούμε στο «δόγμα» της ετυμολογικής και γεωγραφικής διατύπωσης. Ότι δηλαδή, όσο δεν υπήρχαν πόλεις («άστεα», «άστη») και μάλιστα μεγάλες, και συνεπώς και αστικός ρυθμός ζωής (με εμπόριο, βιοτεχνία, βιομηχανία, μεταφορές, υπηρεσίες), δεν υπήρχε, για λόγους δήθεν γεωγραφικούς και αστική τάξη!!! Όχι, γιατί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό και γνώρισμα είναι η σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Καθώς εξελίσσοντο τα πράγματα και εδημιουργούντο πόλεις και αστικός ρυθμός ζωής, μετεξελίσσοντο μεταμφιεστικά και τα μορφολογικά – δυστυχώς μόνον αυτά – χαρακτηριστικά στη σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Ο φεουδαλικού τύπου γεωκτήμονας-κοτζαμπάσης με τα τουρκοπαραχωρημένα τσιφλίκια του παρέδιδε τη θέση του στο παιδί-διάδοχό του, σπουδαγμένο γιατρό ή δικηγόρο στο Λιβόρνο ή στη Μπολόνια ή αλλού στην Εσπερία. Ο Βιεννεζοσπουδαγμένος (στα οικονομικά και εμπορικά γράμματα) Γεώργιος Σταύρου, για παράδειγμα χτυπητό, ο ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1841), ήταν γιος του θησαυροφύλακα του Αλή πασά των Ιωαννίνων, με ό,τι αυτό σημαίνει.
Έτσι, ένας αστοκοτζαμπασισμός ανεδύθη στα χρόνια της απελευθέρωσης (του 19ου αιώνα), που δεν ήταν τίποτ’άλλο παρά η διαιώνιση της ίδιας άρχουσας τάξης ελαφρώς μετεξελιγμένης. Σ’αυτήν ανήκαν τα νεοκλασσικά αρχοντικά της Αθήνας, της Πάτρας, της Σύρου, της Καλαμάτας, της Θεσσαλονίκης και των ολίγων άλλων πόλεων, όχι πραγματικών αστικών κέντρων, απλά διότι εξακολουθούσαν να είναι παρασιτικά αγροτοδιαβίωτες.
Αυτός ο αστοκοτζαμπασισμός «καθ’όδον» εμπλουτίσθηκε με ρευστό «αποδημίας» από εμπόριο και εφοπλισμό που ανεπτύσσετο στις παραδουνάβιες, όχι πλέον ηγεμονίες, αλλά ανεξάρτητες χώρες, και στα παρευξείνια παράλια. Όπως και στα παράλια της Μεσογείου, Αίγυπτο, λοιπή Βόρεια Αφρική, Νότια Γαλλία και Παρίσι, Λονδίνο και άλλα κέντρα-πόλεις της Ευρώπης (Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Τεργέστη, Βιέννη, Βενετία, Μόναχο Βαυαρίας και πόλεις της άλλης Γερμανίας και μέχρι τη Μόσχα και Αγία Πετρούπολη της Τσαρικής Ρωσίας). Οι ομογενείς μας εκεί και λόγω επαγγελματικής επιτυχίας και λόγω κοινωνικής αναγνώρισης κατελάμβαναν πολύ γρήγορα μια θέση στην αστική τάξη του χώρου.
Οι εμπορο-εφοπλιστικές οικογένειες από εκείνες τις χώρες και πόλεις, με πρώτους και καλύτερους τους Φαναριώτες (από το Φανάρι της Κων/πόλεως), και τους άλλους πλούσιους ομογενείς, έκαναν την επιλογή τους υπέρ της Αθήνας και των άλλων πόλεων της Ελλάδας που τις αιμοδοτούσαν με συνάλλαγμα, έχτιζαν εκεί τα αρχοντικά τους (καθώς και πολυτελή ξενοδοχεία ή λουτροπόλεις όπως ήταν η τουριστική μόδα της εποχής) και απεφάσιζαν εσωτερικά και ψυχολογικά πως η Αθήνα-Ελλάδα θα ήταν το μόνιμο εθνικό και κοσμικό τους κέντρο πλέον. Η εποχή των πρώτων δεκαετιών της ελεύθερης Ελλάδας, κατά την οποία οι μεγαλοϊδεάτες πλούσιοι Έλληνες υπό την έμπνευση και καθοδήγηση των βασιλέων (΄Οθωνα και Αμαλίας αρχικά και Γεωργίου Α΄ στη συνέχεια) θεωρούσαν ότι η Κων/πολη σε λίγο καιρό θα «ανακατελαμβάνετο» και θα εγένετο η νέα πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους – ανέβαλαν τη βάπτιση των παιδιών τους για να την κάνουν στην Αγιά Σοφιά! – είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) αυτή η ονειρική μεγάλη ιδέα θα έσβηνε μέσα σε μια ματωμένη και δακρυσμένη πραγματικότητα πόνου.
Ξαναγυρνάμε τώρα στον αστισμό και στην αστική τάξη. Μέσα από τη φωτιά και το σίδερο της Μικρασιατικής καταστροφής η υβριδική και πρωτόλεια αστική τάξη της παλαιάς Ελλάδας έλαβε μιαν ανέλπιστη χαλύβδωση. Οι άνθρωποι του κατατρεγμού και της προσφυγιάς, όμως του εμπορίου, της βιοτεχνίας-βιομηχανίας και των υπηρεσιών, μετεφύτευσαν στην νέα καταφυγή τους μια σφύζουσα τεχνογνωσία και οικονομική δράση υπηρεσιών πρωτόφαντη. Η δυστυχία των καταυλισμών με τις σκηνές μετατράπηκε, όχι αυτόματα και όχι χωρίς κόπο, σε ευδαιμονία της βιομηχανίας (με πρώτη της υφαντουργίας) του εμπορίου, των υπηρεσιών και του πολιτισμού μ’έναν λόγο. Οι γεωργοποιμένες υπεχώρησαν προ της νέας τάξης, ας πούμε των προσφύγων-αστών. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Η αντίσταση, με όλον τον λαό να μετέχει και «περήφανα να χαιρετά από τον Γοργοπόταμο, την Αλαμάνα και τις Θερμοπύλες». Και δυστυχώς, ο πόλεμος έφερε και τους «δωσίλογους». Πολλοί από αυτούς ήσαν παιδιά ή εγγόνια κοτζαμπάσηδων του 18ου και 19ου αιώνα. Υπάρχουν κατάλογοι. Δεν χρειάζεται πολύς ιστοριοδιφικός κόπος για να τους βρει κανείς. Το χειρότερο, για να ξεφύγουν από τις συνέπειες των ειδεχθών πράξεών τους οι «συνεργασθέντες» με τον κατακτητή υπεκίνησαν και εξώθησαν τα πράγματα στον τραγικό και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Και μετά τον πόλεμο (και τον εμφύλιο) επανήλθαν στα πράγματα «κεκαθαρμένοι».
Ποτέ δεν έφθαναν σε παραγωγικό περίσσευμα, που θα το πωλούσαν και θα αποκτούσαν ρευστό το οποίο ούτως ή άλλως θα διετίθετο αποκλειστικά σχεδόν για την προίκα της θυγατέρας ή για το χτίσιμο σπιτιού. Όλο το προϊόν τους αφιερώνετο στην τροφή των μελών της (πολυμελούς) οικογένειας και στην ανατροφή των παιδιών. Και αυτό εγίνετο για αιώνες. Συγκεκριμένα, τους ύστερους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας και σίγουρα τα πρώτα εκατό χρόνια της ελεύθερης και παραδοσιακής Ελλάδας.
Οι βιοπαλαιστές της υπαίθρου που είχαν το σφρίγος, τη δύναμη και την όρεξη να ανέβουν στην κλίμακα της κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης και μετακινούμενοι στις πόλεις να αποτελέσουν την αστική τάξη, και που αποτελούσαν τον κορμό και το δυνατό βιολογικό κύτταρο της φυλής, είχαν έναν εχθρό: τους κοτζαμπάσηδες. Αυτοί ήσαν – για να το πούμε απλά και σε ορολογία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – οι «κουϊσλινγκ» της τουρκοκρατίας, οι τοπικοί «κυβερνήτες», άρχοντες δοτοί και συνεργαζόμενοι με τον Τούρκο. Είχαν λάβει τα σχετικά προνόμια και τους σχετικούς τίτλους από τον Οθωμανό «περιφερειάρχη» ή και από την ίδια την Υψηλή Πύλη (La Porte Sublime). Καταδυνάστευαν με χίλιους τρόπους τους υποδουλωμένους Έλληνες. Με φόρους, με δικαστικές δικαιοδοσίες που είχαν, αλλά και με ίντριγκες και με φόνους ακόμη εναντίον των δυνατών, φιλελεύθερων και ατίθασων Ελλήνων που τους έβλεπαν σαν δυνητική απειλή. Αυτές ήσαν οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των σκλαβωμένων Ελλήνων από το 1600 μέχρι το 1821 και μεταξύ των «ελευθερωμένων» από το 1830 μέχρι το 1930, κατ’ελάχιστον. Για να μην πούμε μέχρι σήμερα, υπό τον όρο των ιστορικοπολιτικών κάθε φορά δεδομένων και εξελίξεων. Θα μπορούσε κανείς να εννοήσει την παραπάνω αλληλουχία των περιγραφών προβάλλοντας παράλληλα και την άλλη αληθινή παραδοχή: ότι αστική τάξη και ζωή της υπαίθρου είναι έννοιες ασύμβατες.
Προτιμήσαμε όμως να τονίσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των «πρώϊμων» κοινωνικών ανισοτήτων, παρά να περιορισθούμε στο «δόγμα» της ετυμολογικής και γεωγραφικής διατύπωσης. Ότι δηλαδή, όσο δεν υπήρχαν πόλεις («άστεα», «άστη») και μάλιστα μεγάλες, και συνεπώς και αστικός ρυθμός ζωής (με εμπόριο, βιοτεχνία, βιομηχανία, μεταφορές, υπηρεσίες), δεν υπήρχε, για λόγους δήθεν γεωγραφικούς και αστική τάξη!!! Όχι, γιατί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό και γνώρισμα είναι η σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Καθώς εξελίσσοντο τα πράγματα και εδημιουργούντο πόλεις και αστικός ρυθμός ζωής, μετεξελίσσοντο μεταμφιεστικά και τα μορφολογικά – δυστυχώς μόνον αυτά – χαρακτηριστικά στη σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Ο φεουδαλικού τύπου γεωκτήμονας-κοτζαμπάσης με τα τουρκοπαραχωρημένα τσιφλίκια του παρέδιδε τη θέση του στο παιδί-διάδοχό του, σπουδαγμένο γιατρό ή δικηγόρο στο Λιβόρνο ή στη Μπολόνια ή αλλού στην Εσπερία. Ο Βιεννεζοσπουδαγμένος (στα οικονομικά και εμπορικά γράμματα) Γεώργιος Σταύρου, για παράδειγμα χτυπητό, ο ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1841), ήταν γιος του θησαυροφύλακα του Αλή πασά των Ιωαννίνων, με ό,τι αυτό σημαίνει.
Έτσι, ένας αστοκοτζαμπασισμός ανεδύθη στα χρόνια της απελευθέρωσης (του 19ου αιώνα), που δεν ήταν τίποτ’άλλο παρά η διαιώνιση της ίδιας άρχουσας τάξης ελαφρώς μετεξελιγμένης. Σ’αυτήν ανήκαν τα νεοκλασσικά αρχοντικά της Αθήνας, της Πάτρας, της Σύρου, της Καλαμάτας, της Θεσσαλονίκης και των ολίγων άλλων πόλεων, όχι πραγματικών αστικών κέντρων, απλά διότι εξακολουθούσαν να είναι παρασιτικά αγροτοδιαβίωτες.
Αυτός ο αστοκοτζαμπασισμός «καθ’όδον» εμπλουτίσθηκε με ρευστό «αποδημίας» από εμπόριο και εφοπλισμό που ανεπτύσσετο στις παραδουνάβιες, όχι πλέον ηγεμονίες, αλλά ανεξάρτητες χώρες, και στα παρευξείνια παράλια. Όπως και στα παράλια της Μεσογείου, Αίγυπτο, λοιπή Βόρεια Αφρική, Νότια Γαλλία και Παρίσι, Λονδίνο και άλλα κέντρα-πόλεις της Ευρώπης (Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Τεργέστη, Βιέννη, Βενετία, Μόναχο Βαυαρίας και πόλεις της άλλης Γερμανίας και μέχρι τη Μόσχα και Αγία Πετρούπολη της Τσαρικής Ρωσίας). Οι ομογενείς μας εκεί και λόγω επαγγελματικής επιτυχίας και λόγω κοινωνικής αναγνώρισης κατελάμβαναν πολύ γρήγορα μια θέση στην αστική τάξη του χώρου.
Οι εμπορο-εφοπλιστικές οικογένειες από εκείνες τις χώρες και πόλεις, με πρώτους και καλύτερους τους Φαναριώτες (από το Φανάρι της Κων/πόλεως), και τους άλλους πλούσιους ομογενείς, έκαναν την επιλογή τους υπέρ της Αθήνας και των άλλων πόλεων της Ελλάδας που τις αιμοδοτούσαν με συνάλλαγμα, έχτιζαν εκεί τα αρχοντικά τους (καθώς και πολυτελή ξενοδοχεία ή λουτροπόλεις όπως ήταν η τουριστική μόδα της εποχής) και απεφάσιζαν εσωτερικά και ψυχολογικά πως η Αθήνα-Ελλάδα θα ήταν το μόνιμο εθνικό και κοσμικό τους κέντρο πλέον. Η εποχή των πρώτων δεκαετιών της ελεύθερης Ελλάδας, κατά την οποία οι μεγαλοϊδεάτες πλούσιοι Έλληνες υπό την έμπνευση και καθοδήγηση των βασιλέων (΄Οθωνα και Αμαλίας αρχικά και Γεωργίου Α΄ στη συνέχεια) θεωρούσαν ότι η Κων/πολη σε λίγο καιρό θα «ανακατελαμβάνετο» και θα εγένετο η νέα πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους – ανέβαλαν τη βάπτιση των παιδιών τους για να την κάνουν στην Αγιά Σοφιά! – είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) αυτή η ονειρική μεγάλη ιδέα θα έσβηνε μέσα σε μια ματωμένη και δακρυσμένη πραγματικότητα πόνου.
Ξαναγυρνάμε τώρα στον αστισμό και στην αστική τάξη. Μέσα από τη φωτιά και το σίδερο της Μικρασιατικής καταστροφής η υβριδική και πρωτόλεια αστική τάξη της παλαιάς Ελλάδας έλαβε μιαν ανέλπιστη χαλύβδωση. Οι άνθρωποι του κατατρεγμού και της προσφυγιάς, όμως του εμπορίου, της βιοτεχνίας-βιομηχανίας και των υπηρεσιών, μετεφύτευσαν στην νέα καταφυγή τους μια σφύζουσα τεχνογνωσία και οικονομική δράση υπηρεσιών πρωτόφαντη. Η δυστυχία των καταυλισμών με τις σκηνές μετατράπηκε, όχι αυτόματα και όχι χωρίς κόπο, σε ευδαιμονία της βιομηχανίας (με πρώτη της υφαντουργίας) του εμπορίου, των υπηρεσιών και του πολιτισμού μ’έναν λόγο. Οι γεωργοποιμένες υπεχώρησαν προ της νέας τάξης, ας πούμε των προσφύγων-αστών. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Η αντίσταση, με όλον τον λαό να μετέχει και «περήφανα να χαιρετά από τον Γοργοπόταμο, την Αλαμάνα και τις Θερμοπύλες». Και δυστυχώς, ο πόλεμος έφερε και τους «δωσίλογους». Πολλοί από αυτούς ήσαν παιδιά ή εγγόνια κοτζαμπάσηδων του 18ου και 19ου αιώνα. Υπάρχουν κατάλογοι. Δεν χρειάζεται πολύς ιστοριοδιφικός κόπος για να τους βρει κανείς. Το χειρότερο, για να ξεφύγουν από τις συνέπειες των ειδεχθών πράξεών τους οι «συνεργασθέντες» με τον κατακτητή υπεκίνησαν και εξώθησαν τα πράγματα στον τραγικό και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Και μετά τον πόλεμο (και τον εμφύλιο) επανήλθαν στα πράγματα «κεκαθαρμένοι».
Β.Γ.Π.
7 & 8 .V.14.
Συνέχεια : Η δική μας ανέφικτη αστική τάξη - Το σήμερα
Παναγιώτης Κονδύλης : η αιτία της παρακµής και των δεινών της χώρας δεν οφείλεται στους αστούς αλλά στην απουσία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου