«Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνηθισμένη
ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους
...( ...) ... Αιτία για ολ' αυτά είναι η όρεξη ν' αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι
από απληστία και φιλοδοξία..».
( Θουκυδίδης, Ιστορία, Βιβλίο Γ΄,
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη )
Η νεοφιλελεύθερη γλώσσα έχει
εισβάλει στο φαντασιακό μας. Λέξεις όπως μεταρρυθμίσεις, λιτότητα, ανάπτυξη,
εξυγίανση, επανακεφαλαιοποίηση, ευελιξία, υποτίμηση, ανταγωνιστικότητα,
χρεοκοπία, και τόσες άλλες, λειτουργούν απειλητικά στο μυαλό μας, δημιουργούν συναισθήματα
αβεβαιότητας και ανασφάλειας, εγκαθιδρύουν μέσα μας το απεχθές αόρατο πρόσωπο
μιας πανίσχυρης τεχνολογικής εξουσίας, μπροστά στην οποία αισθανόμαστε
ανίσχυροι και ανήμποροι. Αυτές οι νέες λέξεις-ακόμα χειρότερα-έχουν την τάση να
διαγράψουν λέξεις που ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με τις σκέψεις και τα
συναισθήματά μας, με το συνηθισμένο εαυτό μας, με τις σχέσεις μας και με την
κοινωνική μας εμπειρία, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ο εαυτός μας και ο κόσμος
μεταβάλλεται ραγδαία και αμετάκλητα, με έναν μοιραίο και νομοτελειακό τρόπο.
Αυτή ακριβώς η αίσθηση του αμετάκλητου, του μονόδρομου, που κάνει το μέλλον να
φαντάζει δυστοπικό για τον εαυτό μας, τα παιδιά μας και την κοινωνία, διαγράφει
κάθε έννοια ελπίδας και πίστης και οδηγεί στην απελπισία, στην παραίτηση και
την εκμηδένιση. Αυτός ο εκμηδενισμός της ατομικής ισχύος, ενισχύεται ακόμα
περισσότερο μέσα από τις κοινωνικές επαφές, καθώς αναπαράγεται και εκλαμβάνει
διαστάσεις συλλογικής απελπισίας και κατάθλιψης.
Ο σχεδιασμός της νεοφιλελεύθερης γλώσσας είναι τέτοιος, ώστε να επιτυγχάνει τον έλεγχο της σκέψης και του συναισθήματος, να μεταβάλλει τις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνία. Να ελέγχει την ίδια της κοινωνία. Όπως πρώτος το διαπίστωσε ο Θουκυδίδης, η γλώσσα της εξουσίας, -μια εξουσία άπληστη και φιλόδοξη για δύναμη και κυριαρχία- τροποποιεί το νόημα της σχέσης των λέξεων με τα πράγματα και σχεδιάζεται με σκοπό την νομιμοποίηση της. Η συμβολική βία μέσω της γλώσσας, αποσκοπεί στην επικύρωση και νομιμοποίηση της κυρίαρχης εξουσίας, με τον μονομερή ορισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, με την προϋπόθεση όμως ότι οι κυριαρχούμενοι θα θυματοποιήσουν τον εαυτό τους.
Πολύ αργότερα, στο «1984» ο Orwell θα αναφερθεί στο “Newspeak”, ως ένα είδος γλώσσας, σχεδιασμένης, να μειώσει το πεδίο της σκέψης, να καταστήσει όλους τους εναλλακτικούς τρόπους σκέψης αδύνατους. Το ‘Newspeak” του Orwell, είναι η διγλωσσία, η «διπλή γλώσσα», το doublethink, η οποία «υποκρίνεται την επικοινωνία, μεταστρέφει το κακό σε καλό, το αρνητικό σε θετικό, το απεχθές σε ελκυστικό ή ανεκτό, αποφεύγει ή αποδίδει ευθύνες, δημιουργεί μια αντίφαση μεταξύ του πραγματικού και φαινομενικού νοήματος και παραλλάσει όσο και αποκρύβει την σκέψη». Είναι η γλώσσα της εξουσίας και της χειραγώγησης, η γλώσσα αναπαραγωγής της ηγεμονίας και της αυτο-υποταγής, που εγκλωβίζει τη σκέψη σε ένα πεδίο αφαιρέσεων, μέσω του οποίου συντελείται η ιδεολογική κυριαρχία.
Ο σχεδιασμός της νεοφιλελεύθερης γλώσσας είναι τέτοιος, ώστε να επιτυγχάνει τον έλεγχο της σκέψης και του συναισθήματος, να μεταβάλλει τις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνία. Να ελέγχει την ίδια της κοινωνία. Όπως πρώτος το διαπίστωσε ο Θουκυδίδης, η γλώσσα της εξουσίας, -μια εξουσία άπληστη και φιλόδοξη για δύναμη και κυριαρχία- τροποποιεί το νόημα της σχέσης των λέξεων με τα πράγματα και σχεδιάζεται με σκοπό την νομιμοποίηση της. Η συμβολική βία μέσω της γλώσσας, αποσκοπεί στην επικύρωση και νομιμοποίηση της κυρίαρχης εξουσίας, με τον μονομερή ορισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, με την προϋπόθεση όμως ότι οι κυριαρχούμενοι θα θυματοποιήσουν τον εαυτό τους.
Πολύ αργότερα, στο «1984» ο Orwell θα αναφερθεί στο “Newspeak”, ως ένα είδος γλώσσας, σχεδιασμένης, να μειώσει το πεδίο της σκέψης, να καταστήσει όλους τους εναλλακτικούς τρόπους σκέψης αδύνατους. Το ‘Newspeak” του Orwell, είναι η διγλωσσία, η «διπλή γλώσσα», το doublethink, η οποία «υποκρίνεται την επικοινωνία, μεταστρέφει το κακό σε καλό, το αρνητικό σε θετικό, το απεχθές σε ελκυστικό ή ανεκτό, αποφεύγει ή αποδίδει ευθύνες, δημιουργεί μια αντίφαση μεταξύ του πραγματικού και φαινομενικού νοήματος και παραλλάσει όσο και αποκρύβει την σκέψη». Είναι η γλώσσα της εξουσίας και της χειραγώγησης, η γλώσσα αναπαραγωγής της ηγεμονίας και της αυτο-υποταγής, που εγκλωβίζει τη σκέψη σε ένα πεδίο αφαιρέσεων, μέσω του οποίου συντελείται η ιδεολογική κυριαρχία.
Με βάση τον τυπικό ορισμό του ολοκληρωτισμού, ισχύει ο ισχυρισμός ότι
εξελίσσεται μπροστά μας ο ολοκληρωτισμός της αγοράς. Ο κοινωνιολόγος M. Baurmann,
τονίζει ότι το μοντέλο του Homo Oeconomicus, προπαγανδίζεται σαν το θεμελιώδες
μοντέλο συμπεριφοράς για όλες τις επιστήμες, ενώ το γεγονός ότι η οικονομική
ιδεολογία εξαπλώνεται και καταλαμβάνει όλη την κοινωνία, αποτελεί ένα είδος
θρησκευτικής θεσμικής επανάστασης. Αυτός ο νέος ολοκληρωτισμός δεν χρειάζεται
όπλα για την επιβολή του, παρά μόνο το κατεξοχήν όπλο που είναι το ορθολογικό
κράτος και τη «νέα γλώσσα». Όπως έγραψε ο A. Huxley στην εισαγωγή του
«Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος»: « Δεν υπάρχει φυσικά κανείς λόγος για να
μοιάζει ο νέος ολοκληρωτισμός με τον παλιό…..Στα σημερινά καθεστώτα η πειθώ των
μαζών για τα καλά της υποτέλειας περνάει από τα υπουργεία προπαγάνδας, τους
εκδότες εφημερίδων και τους καθηγητές». Οι εμπνευστές αυτού του σχεδίου,
για την κατασκευή αυτού του «Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου», για τα ευρωπαϊκά
δεδομένα, είναι η ΕΕ. Όργανο που δεν κρύβει την πρόθεσή του στο να μεταμορφώσει
την ευρωπαϊκή κοινωνία σε ένα γρανάζι ενός «σατανικού μύλου» που συνθλίβει
ανθρώπους και κοινωνίες με σκοπό το κέρδος. Η διάχυση της νεοφιλελεύθερης
γλώσσας γίνεται ενορχηστρωμένα μεταξύ του νεοφιλελεύθερου πολιτικού προσωπικού,
των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας, των ΜΜΕ και ενός πλήθους καθηγητάδων της
οικονομικής επιστήμης, που προσδίδουν εγκυρότητα στη γλώσσα της εξουσίας.
Η αποτελεσματικότητα της νεοφιλελεύθερης γλώσσας οφείλεται στο γεγονός ότι αξιοποιεί ένα μεγάλο μέρος των σημασιολογικών γλωσσικών μηχανισμών της συνηθισμένης πολιτικής γλώσσας, όπως ο ευφημισμός, οι τεχνικο-επιστημονικοί όροι, η ξύλινη γλώσσα και οι βερμπαλισμοί-ρητορισμοί. Εντούτοις στο επίκεντρο της δομής της χρησιμοποιεί αυτό που είχε επισημανθεί από τον Θουκυδίδη και είναι η χρήση του λόγου με λέξεις των οποίων το νόημα έχει μεταστραφεί στο αντίθετό του. Αυτό καθιστά το λόγο ικανό να προκαλεί μια διπλή δράση: Αφενός μεταφέρει ένα υποτιθέμενο σαφές μήνυμα με τις μεμονωμένες λέξεις, και αφετέρου, ένα αόριστο και ασαφές σε σχέση με τα συμφραζόμενα. Αποτέλεσμα είναι το άτομο να προσλαμβάνει το διπλό μήνυμα, αλλά καθώς στο γνωστικό του πεδίο εμφανίζεται με μια αντιφατικότητα, να βρίσκεται σε κατάσταση «γνωστικής ασυμφωνίας». Η κατάσταση της «γνωστικής ασυμφωνίας» μπορεί να δημιουργήσει τέτοια δυσάρεστη ένταση ώστε το άτομο να εφαρμόσει ποικίλες στρατηγικές για την επίλυσή της. Πειραματικά έχει αποδειχθεί ότι κατά μεγάλο μέρος τα άτομα επιλύουν τη σύγκρουση είτε με άρνηση είτε με την εγκατάλειψη σε λύσεις που χορηγούνται από πρόσωπα και θεσμούς με συμβολική εξουσία.
Αν για παράδειγμα εξετάσουμε τη λέξη «ανάπτυξη», θα διαπιστώσουμε ότι μεταφέρει ένα θετικό μήνυμα. Και ποιος δεν θέλει την ανάπτυξη! Η κοινωνική εμπειρία όμως του καθενός τον κάνει να υποψιάζεται ότι αυτό εμπεριέχει κάτι απειλητικό. Έτσι το άτομο εκλαμβάνει ένα αντιφατικό διπλό μήνυμα, που δημιουργεί «γνωστική ασυμφωνία». Η ασάφεια του όρου «ανάπτυξη»-που δεν αποτελεί σχήμα ευφημισμού- αποκρύπτει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά είδη ανάπτυξης και ότι στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας αφορά την αυξημένη κερδοφορία του κεφαλαίου. Η λέξη «ανάπτυξη» αποκαθίσταται τελικά μέσα στη φράση «για να επέλθει ανάπτυξη χρειάζεται ευελιξία στην αγορά εργασίας». Η «ευελιξία στη αγορά εργασίας» αποτελεί σχήμα ευφημισμού του «δούλευε με ελάχιστα χρήματα» και είναι μέρος της ξύλινης επιστημονικής γλώσσας. Έτσι, η μεταφορά της φράσης στη καθημερινή γλώσσα είναι: «Για να υπάρξει κερδοφορία του κεφαλαίου, πρέπει να μειωθούν οι μισθοί». Άρα η «ανάπτυξη» αναφέρεται στην υπανάπτυξη των χαμηλότερων τάξεων. Γι αυτό η επίσημη ρητορική χρησιμοποιεί τη λέξη «ανάπτυξη» ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς της, ώστε να δημιουργήσει «γνωστική ασυμφωνία» και να νομιμοποιήσει τα μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής», δηλαδή τα μέτρα αναδιανομής του πλούτου από τους φτωχούς στους πλούσιους.
Η περίπτωση της λέξης «μεταρρύθμιση», που βρίσκεται στην καθημερινή νεοφιλελεύθερη κουζίνα έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Ενώ η αρχική σημασία της λέξης αναφέρεται στην διαδικασία μεταβολής του θεσμικού πλαισίου ώστε να ρυθμιστεί η καπιταλιστική αυθαιρεσία, στη νεοφιλελεύθερη γλώσσα αποκτά το αντίθετο περιεχόμενο. Σημαίνει την απορρύθμιση των φιλολαϊκών ρυθμίσεων και την επαναρύθμισή τους με γνώμονα τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Η «μεταρρύθμιση» είναι στην ουσία μια αντιμεταρρύθμιση, που οικειοποιείται όμως την δυναμική της μεταρρύθμισης. Αποτελεί τυπικό δείγμα της «διπλής γλώσσας» που αποσκοπεί στην παραπλάνηση και την συναίνεση.
Αυτή ακριβώς η ιδιότητα της διπλής γλώσσας, το γεγονός ότι το άμεσο μήνυμα κρύβει ένα αντίθετο σημασιολογικά μήνυμα, την καθιστά σχεδόν άτρωτη από την κριτική σκέψη. Η επιχειρηματολογία έναντι της «διπλής γλώσσας» οδηγείται σε αδιέξοδο γιατί ακριβώς πρόκειται για έναν πονηρό λόγο που αποβλέπει στον έλεγχο και όχι στην επικοινωνία. Αν για παράδειγμα η αντιπολίτευση αμφισβητήσει τη ρητορική της κυβέρνησης αναφορικά με την «ανάπτυξη», θα κατηγορηθεί ως συμμορία που απεργάζεται το κακό της χώρας. Ο γλωσσολόγος H. Rank, (“The Teacher-Heal-Thyself-Myth”), προτείνει την ανάλυση της «διπλής γλώσσας» σε συνάρτηση με τη όλη κατάσταση: «ποιος λέει τι σε ποιόν, κάτω από ποιες συνθήκες και περιστάσεις, με ποιό σκοπό και με ποιο αποτέλεσμα».
Πρόσφατα, ο κριτικός γλωσσολόγος N. Fairclough έγραψε ότι: «Η γλώσσα είναι ένα σημαντικό μέρος της νέας τάξης πραγμάτων: Πρώτα γιατί επιβάλλοντας την νέα τάξη στο υποκείμενο, επιφέρει μια αυτοπαθή διαδικασία αποτύπωσης νέων αναπαραστάσεων του κόσμου, έναν νέο λόγο. Δεύτερον, γιατί οι νέοι τρόποι χρήσεις της γλώσσας, τα νέα είδη, είναι ένα απαραίτητο μέρος της νέας τάξης. Έτσι, το σχέδιο της νέας τάξης πραγμάτων, είναι εν μέρει ένα γλωσσικό σχέδιο. Αντίστοιχα, ο αγώνας ενάντια στην νέα τάξη, είναι εν μέρει αγώνας στο πεδίο της γλώσσας».
Σουλτάνης Γρ.
Η αποτελεσματικότητα της νεοφιλελεύθερης γλώσσας οφείλεται στο γεγονός ότι αξιοποιεί ένα μεγάλο μέρος των σημασιολογικών γλωσσικών μηχανισμών της συνηθισμένης πολιτικής γλώσσας, όπως ο ευφημισμός, οι τεχνικο-επιστημονικοί όροι, η ξύλινη γλώσσα και οι βερμπαλισμοί-ρητορισμοί. Εντούτοις στο επίκεντρο της δομής της χρησιμοποιεί αυτό που είχε επισημανθεί από τον Θουκυδίδη και είναι η χρήση του λόγου με λέξεις των οποίων το νόημα έχει μεταστραφεί στο αντίθετό του. Αυτό καθιστά το λόγο ικανό να προκαλεί μια διπλή δράση: Αφενός μεταφέρει ένα υποτιθέμενο σαφές μήνυμα με τις μεμονωμένες λέξεις, και αφετέρου, ένα αόριστο και ασαφές σε σχέση με τα συμφραζόμενα. Αποτέλεσμα είναι το άτομο να προσλαμβάνει το διπλό μήνυμα, αλλά καθώς στο γνωστικό του πεδίο εμφανίζεται με μια αντιφατικότητα, να βρίσκεται σε κατάσταση «γνωστικής ασυμφωνίας». Η κατάσταση της «γνωστικής ασυμφωνίας» μπορεί να δημιουργήσει τέτοια δυσάρεστη ένταση ώστε το άτομο να εφαρμόσει ποικίλες στρατηγικές για την επίλυσή της. Πειραματικά έχει αποδειχθεί ότι κατά μεγάλο μέρος τα άτομα επιλύουν τη σύγκρουση είτε με άρνηση είτε με την εγκατάλειψη σε λύσεις που χορηγούνται από πρόσωπα και θεσμούς με συμβολική εξουσία.
Αν για παράδειγμα εξετάσουμε τη λέξη «ανάπτυξη», θα διαπιστώσουμε ότι μεταφέρει ένα θετικό μήνυμα. Και ποιος δεν θέλει την ανάπτυξη! Η κοινωνική εμπειρία όμως του καθενός τον κάνει να υποψιάζεται ότι αυτό εμπεριέχει κάτι απειλητικό. Έτσι το άτομο εκλαμβάνει ένα αντιφατικό διπλό μήνυμα, που δημιουργεί «γνωστική ασυμφωνία». Η ασάφεια του όρου «ανάπτυξη»-που δεν αποτελεί σχήμα ευφημισμού- αποκρύπτει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά είδη ανάπτυξης και ότι στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας αφορά την αυξημένη κερδοφορία του κεφαλαίου. Η λέξη «ανάπτυξη» αποκαθίσταται τελικά μέσα στη φράση «για να επέλθει ανάπτυξη χρειάζεται ευελιξία στην αγορά εργασίας». Η «ευελιξία στη αγορά εργασίας» αποτελεί σχήμα ευφημισμού του «δούλευε με ελάχιστα χρήματα» και είναι μέρος της ξύλινης επιστημονικής γλώσσας. Έτσι, η μεταφορά της φράσης στη καθημερινή γλώσσα είναι: «Για να υπάρξει κερδοφορία του κεφαλαίου, πρέπει να μειωθούν οι μισθοί». Άρα η «ανάπτυξη» αναφέρεται στην υπανάπτυξη των χαμηλότερων τάξεων. Γι αυτό η επίσημη ρητορική χρησιμοποιεί τη λέξη «ανάπτυξη» ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς της, ώστε να δημιουργήσει «γνωστική ασυμφωνία» και να νομιμοποιήσει τα μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής», δηλαδή τα μέτρα αναδιανομής του πλούτου από τους φτωχούς στους πλούσιους.
Η περίπτωση της λέξης «μεταρρύθμιση», που βρίσκεται στην καθημερινή νεοφιλελεύθερη κουζίνα έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Ενώ η αρχική σημασία της λέξης αναφέρεται στην διαδικασία μεταβολής του θεσμικού πλαισίου ώστε να ρυθμιστεί η καπιταλιστική αυθαιρεσία, στη νεοφιλελεύθερη γλώσσα αποκτά το αντίθετο περιεχόμενο. Σημαίνει την απορρύθμιση των φιλολαϊκών ρυθμίσεων και την επαναρύθμισή τους με γνώμονα τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Η «μεταρρύθμιση» είναι στην ουσία μια αντιμεταρρύθμιση, που οικειοποιείται όμως την δυναμική της μεταρρύθμισης. Αποτελεί τυπικό δείγμα της «διπλής γλώσσας» που αποσκοπεί στην παραπλάνηση και την συναίνεση.
Αυτή ακριβώς η ιδιότητα της διπλής γλώσσας, το γεγονός ότι το άμεσο μήνυμα κρύβει ένα αντίθετο σημασιολογικά μήνυμα, την καθιστά σχεδόν άτρωτη από την κριτική σκέψη. Η επιχειρηματολογία έναντι της «διπλής γλώσσας» οδηγείται σε αδιέξοδο γιατί ακριβώς πρόκειται για έναν πονηρό λόγο που αποβλέπει στον έλεγχο και όχι στην επικοινωνία. Αν για παράδειγμα η αντιπολίτευση αμφισβητήσει τη ρητορική της κυβέρνησης αναφορικά με την «ανάπτυξη», θα κατηγορηθεί ως συμμορία που απεργάζεται το κακό της χώρας. Ο γλωσσολόγος H. Rank, (“The Teacher-Heal-Thyself-Myth”), προτείνει την ανάλυση της «διπλής γλώσσας» σε συνάρτηση με τη όλη κατάσταση: «ποιος λέει τι σε ποιόν, κάτω από ποιες συνθήκες και περιστάσεις, με ποιό σκοπό και με ποιο αποτέλεσμα».
Πρόσφατα, ο κριτικός γλωσσολόγος N. Fairclough έγραψε ότι: «Η γλώσσα είναι ένα σημαντικό μέρος της νέας τάξης πραγμάτων: Πρώτα γιατί επιβάλλοντας την νέα τάξη στο υποκείμενο, επιφέρει μια αυτοπαθή διαδικασία αποτύπωσης νέων αναπαραστάσεων του κόσμου, έναν νέο λόγο. Δεύτερον, γιατί οι νέοι τρόποι χρήσεις της γλώσσας, τα νέα είδη, είναι ένα απαραίτητο μέρος της νέας τάξης. Έτσι, το σχέδιο της νέας τάξης πραγμάτων, είναι εν μέρει ένα γλωσσικό σχέδιο. Αντίστοιχα, ο αγώνας ενάντια στην νέα τάξη, είναι εν μέρει αγώνας στο πεδίο της γλώσσας».
Σουλτάνης Γρ.
Σχόλιο ιστολογίου : Θα είναι λάθος να αποσυνδέσουμε τα όσα περιγράφει ανωτέρω ο αρθρογράφος, από την "πολιτική ορθότητα" και τους νέους όρους - ευφυολογήματα που είδαμε να εξελίσσονται από τον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και μετά. Ουσιαστικά όλοι αυτοί οι νέοι όροι σκοπό έχουν να μεταστρέψουν το κακό σε καλό στην σκέψη των ανθρώπων, ώστε να καταστούν αποδεκτά από τις μάζες, τα σχέδια που εξυπηρετούν οι σύγχρονες "τακτικές πολέμου", με την χειραγώγηση της σκέψης. (Γ.Μ.)
πηγή : Μωρίας Εγκώμιον
Σχετικά άρθρα :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου