Του Νίκου Μπογιόπουλου
Αν ήταν οι νόμοι του αστικού κράτους που θα έβαζαν τέλος στο ρατσισμό, στην ξενοφοβία και στο φασισμό, τότε πώς εξηγείται ότι παρά το νόμο που υπάρχει εδώ και χρόνια στην Ουγγαρία εναντίον όσων αρνούνται το «Ολοκαύτωμα», το ακροδεξιό, αντισημιτικό κόμμα «Γιόμπικ» κατέχει με 17% την τρίτη θέση στο αστικό κοινοβούλιο της χώρας;
Αν είναι οι νόμοι του αστικού κράτους που θα μας προφυλάξουν από το ναζισμό, τότε πώς εξηγείται ότι παρά την απαγόρευση του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία, στη χώρα, πέρα από τα φιλοναζιστικά κόμματα και οργανώσεις, υπάρχει και μια πανσπερμία νεοναζιστικών συμμοριών που δρουν απροκάλυπτα και ότι μόνο το 2012 τα εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα έφτασαν τα 17.600;
Αν ήταν οι νόμοι του αστικού κράτους που ορίζοντας το «ορθόν» της ανάγνωσης της Ιστορίας δημιουργούν το ασφαλές περιβάλλον καταπολέμησης της μισαλλοδοξίας και του μισανθρωπισμού, τότε πώς εξηγείται ότι στη Γαλλία όπου υπάρχει τέτοιος νόμος, ο οποίος καταδικάζει όποιον αρνείται τη γενοκτονία των Αρμενίων, εντούτοις το φασιστικό κόμμα της Λεπέν έρχεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις;
Αν οι πολυδιαφημισμένες «δημοκρατικές ευαισθησίες» της ΕΕ έβαζαν φρένο στο φασισμό και στο ρατσισμό, τότε πώς εξηγείται στα μισά κράτη – μέλη της να παρατηρείται ενίσχυση της ακροδεξιάς και να συγκυβερνούν φασιστικά ή κρυφοφασιστικά κόμματα και πολιτικά πρόσωπα;
Αυτή η υποκριτική τακτική του αστικού κράτους να επιδεικνύει «δημοκρατικούς» φερετζέδες κατά του φασισμού - όταν αυτό το κράτος είναι που ως κράτος των μονοπωλίων γεννά, τρέφει και εκτρέφει το ναζισμό, το φασισμό, το ρατσισμό, την ξενοβαφία - είναι τόσο παλιά και κυρίως τόσο επικίνδυνη όσο και εκείνο το άρθρο στο ρωσικό αστικό κώδικα του 1894 που αναφερόταν στη διάπλαση των παίδων και έλεγε:
«Κατά την ανατροφή στο σπίτι οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να διαμορφώσουν το ήθος τους(σ.σ.: των παιδιών) σύμφωνα με τις απόψεις της κυβέρνησης»…
Η ουσία του πράγματος είναι ότι
πρώτον, οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις δε γίνονται με νομοθετικές απαγορεύσεις.
Αν κάποιος είναι αμαθής ή ημιμαθής και δε γνωρίζει τι συμβολίζει η σβάστικα, ή, ακόμα χειρότερα, αν είναι φασισταράς και ναζισταράς και εξυμνεί τα Αουσβιτς, όπως κάνουν χρυσαυγίτες βουλευτές, δεν είναι η απαγόρευση της σβάστικας που θα σώσει την κοινωνία από τον ολοκληρωτισμό.
Για παράδειγμα:
Αν αρνείται κάποιος σήμερα το Ολοκαύτωμα είναι είτε ηλίθιος, είτε φασίστας. Αλλά αφενός η βλακεία δεν αντιμετωπίζεται διά νόμου. Αφετέρου είναι επίσης φασισμός να λες στον οποιονδήποτε ότι θα έχει αυτή και όχι την άλλη συνείδηση, ότι θα έχει αυτή και όχι την άλλη γνώμη, ότι θα έχει τη μια και μόνη εγκεκριμένη άποψη, αυτή που εσύ (είτε λέγεσαι κράτος, είτε λέγεσαι ιστορική «αυθεντία») του προσφέρεις και του επιτρέπεις να έχει.
Η ουσία του πράγματος είναι ότι,
δεύτερον, το οικονομικό και πολιτικό σύστημα που εκτρέφει το φασισμό και το ρατσισμό, δεν πρόκειται να καταπολεμήσει ποτέ την αιτία που δημιουργεί το πρόβλημα διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αυταπατάται κανείς ότι το σύστημα θα στραφεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει και έχει ιστορικά αποδειχτεί είναι ότι όλες σχεδόν οι απαλλοτριώσεις δικαιωμάτων ξεκινούν από απαγορεύσεις που επιβάλλονται εναντίον εκείνου που φαντάζει εξόφθαλμο. Και επιλέγεται να γίνει η αρχή από το εξόφθαλμο, επειδή η κοινή γνώμη είναι ευκολότερο να κάνει αποδεκτή την απαγόρευση του εξόφθαλμου.
Προφανώς και ο ρατσισμός αποτελεί μια τέτοια εξόφθαλμα αντιδραστική τοποθέτηση, δηλωτική μιας αντιδραστικής, εγκληματικής «ιδεολογίας».
Αλλά αν στο όνομα της αντιμετώπισης της πράξης δεχτείς τη δίωξη των ιδεών, των όποιων ιδεών, αν δεχτείς την απαγόρευση που στρέφεται ακόμα και ενάντια στο ιδεολογικά εξόφθαλμο, τότε αρχίζεις ανεπαισθήτως να αποδέχεσαι το ξήλωμα της κάλτσας. Εχεις ανοίξει την κερκόπορτα για όλες τις υπόλοιπες απαγορεύσεις που θα έρθουν. Τι είδους απαγορεύσεις θα είναι αυτές θα το καθορίσει ο εκάστοτε ισχυρός. Ο οποίος μετά από πλύση εγκεφάλου και στο πλαίσιο ενός συσχετισμού πολιτικής δύναμης που τον ευνοεί, θα σε έχει προηγουμένως υποχρεώσει να αποδεχτείς σαν «εξόφθαλμα» βλαπτικό ετούτο ή το άλλο, ανάλογα με τα δικά του συμφέροντα.
Είναι στοιχειώδης δημοκρατική άμυνα η εναντίωση στο να παρέχεται στον δυνατό της στιγμής η άδεια να προσδίδει ισχύ νόμου στην άποψή του.
Αν του επιτραπεί αυτή η ευχέρεια τότε, στην ουσία, παρέχεται η άδεια στον εκάστοτε πολιτικά ισχυρό να ορίζει τι είναι «εγκεκριμένο» και τι όχι. Στο όνομα ότι ο «νομοθέτης» σήμερα «καταπολεμά το φασισμό», ανοίγει ένα «παράθυρο» ώστε αύριο, ο ίδιος ή ο άλλος «νομοθέτης», να ποινικοποιεί κάθε σκέψη που θα αμφισβητεί την ισχύ του «νομοθέτη», δηλαδή του ίδιου.
Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, εκείνο τον γνωστό αστό πολιτικό που διακήρυττε στην ελληνική μετεμφυλιακή Βουλή ότι «ο κομμουνισμός πρέπει να διώκεται όχι μόνο ως πράξη αλλά και ως σκέψη γιατί όποιος σκέφτεται κομμουνιστικά κάποια στιγμή θα δράσει κιόλας». Λίγο μετά ήρθε η χούντα των συνταγματαρχών…
Τα ζητήματα του φασισμού, του ρατσισμού δε λύνονται με απαγορεύσεις του αστικού κράτους.
Επαναλαμβάνουμε: Αυτό το κράτος είναι που γεννά και αναπαράγει το φασισμό. Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον ταρτουφισμός να διεκδικεί εύσημα αντιφασιστικής ετοιμότητας.
Το θέμα για το λαό, το θύμα του φασισμού, είναι η ανάδειξη των αιτιών που γεννούν το φαινόμενο του φασισμού. Να έχει καταστεί η κοινωνία έτοιμη να αντιλαμβάνεται τι συμβολίζει η σβάστικα. Τι σημαίνουν τα εγκλήματα γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα του ναζισμού. Και να παλεύει για την κατάργηση αυτών των αιτιών.
Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα σε μια σειρά αστικών κρατών είναι η επιβολή διά νόμου εκείνου του είδους φασισμού που λέει ότι το δικαίωμα της γνώμης ασκείται μόνο εφόσον η γνώμη του πολίτη συμφωνεί και υποτάσσεται σε κείνη την «επίσημη» γνώμη που διαθέτει την απαραίτητη νομική έγκριση...
Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες για το νόμο του κυρίου Ρουπακιώτη περί «ξενοφοβίας και ρατσισμού», είναι η οικοδόμηση ενός νομικού οπλοστασίου που ναι μεν επιδιώκεται να χτιστεί με αναφορά τη Χρυσή Αυγή, αλλά
ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα είναι «ανεξάρτητη» από τον ιμπεριαλιστικό ιδεολογικό Προκρούστη,
που κατά την τρέχουσα πολιτική αντεπαναστατική συγκυρία εκδίδει στο Ευρωκοινοβούλιο ψηφίσματα καταδίκης της κομμουνιστικής ιδεολογίας (26/10/2006), ψηφίζει νόμο στην Εσθονία που επιφέρει ποινή τριετούς φυλάκισης για τη χρήση του σφυροδρέπανου, ψηφίζει νόμο στην Ουκρανία που επιβάλλει πρόστιμο σε όποιον δε συντάσσεται με την άποψη ότι ο λιμός στην Ουκρανία το 1932 ήταν «γενοκτονία από την ΕΣΣΔ»; κ.ά.
Θα ήταν ιστορική ανορθογραφία, αισχίστου είδους διαστρέβλωση και ανείπωτη γελοιότητα, με αφορμή τα προηγούμενα, να ισχυριστεί κάποιος πως τάχα οι κομμουνιστές «ευνοούν» (!) τη δράση του φασισμού και του ρατσισμού!
Ξεκαθαρίζουμε για μια ακόμα φορά:
1) Ο ανθρωπισμός, ο ουμανισμός, η δημοκρατία, αυτά είναι τα πρόσημα των κομμουνιστών.
2) Ακριβώς επειδή οι κομμουνιστές πατούν στη βάση της ταξικής ανάλυσης ποτέ ο ανθρωπισμός τους δεν διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί από τον πραγματικό ουμανισμό στον «πλατωνικό» ουμανισμό.
Τουτέστιν:
«Ο πραγματικός ουμανισμός, η αληθινή αγάπη των ανθρώπων, προϋποθέτουν το μίσος για τους εχθρούς της ανθρωπότητας» (Κάρολος Μαρξ) και επομένως ούτε στιγμή δεν ξεχνάμε:
Ο φασισμός σκοτώνει!
Ο φασισμός σκοτώνει!
Οι «ιδέες του» σκοτώνουν. Οι προτροπές του σκοτώνουν. Ο ουμανισμός και ο ανθρωπισμός των κομμουνιστών πολεμάνε όχι μόνο το έγκλημα του φασισμού, αλλά και την προτροπή για το έγκλημα.
Αυτός ο πόλεμος, ο ανειρήνευτος πόλεμος των κομμουνιστών ενάντια στο φασισμό, κάθε άλλο παρά θέτει σε αμφισβήτηση την περίφημη ελευθερία στη διακίνηση των ιδεών. Γιατί εδώ, στην περίπτωση του φασισμού, μιλάμε για τη διακίνηση – προτροπή της «ιδέας» του εγκλήματος.
Υπόλογο γι’ αυτή την «ιδέα», υπόλογο γι’ αυτό το έγκλημα, είναι το αστικό κράτος. Οι απαγορεύσεις του αστικού κράτους, στην ουσία, «νομιμοποιούν» και αναπαράγουν το φασισμό, μέσα από τη χρήση των μεθόδων του.
Και κάτι ακόμα:
Το αστικό κράτος (σ.σ.: και για να μην ξεχνιόμαστε μιλάμε για το κράτος του Ξένιου… Δένδια, της Μανωλάδας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών) ποιος, αλήθεια, το εμποδίζει να τσακίσει, να καταπολεμήσει και να τιμωρήσει αμείλικτα το φασιστικό, το ρατσιστικό, το θρησκευτικό έγκλημα και τους φορείς του;
Κανένας. Τότε τι κρύβεται πίσω από την υποκρισία ότι το κράτος για να καταπολεμήσει το φασιστικό και ρατσιστικό έγκλημα, έχει «ανάγκη» τάχα από νομοθετήματα με ιδεολογικό επίχρισμα;…
Εν κατακλείδι:
Η σημερινή αστική κοινωνία αν ήθελε να καταργήσει τις αιτίες που γεννούν το φασισμό, τότε θα έπρεπε να καταργήσει τον ίδιο τον εαυτό της.
Οι απαγορεύσεις της, εκτός από το ρόλο που θα έπαιζε το οποιοδήποτε «συγχωροχάρτι» για το σύστημα που γεννά Χίτλερ, Μουσολίνι, Λεπέν και χρυσαυγίτες, εκείνο που κάνουν, πέρα από το να εμφανίζουν τους φασίστες σαν «υπέρμαχους της δημοκρατικής διακίνησης των ιδεών (τους)», είναι να εξοπλίζουν το αστικό κράτος με όπλα όχι εναντίον των Φρανκενστάιν που το ίδιο δημιουργεί, αλλά με όπλα που με πρώτη ευκαιρία θα στρέψει εναντίον των πραγματικών εχθρών του.
Ολων εκείνων, δηλαδή, που δεν αποδέχονται το «Τέλος της Ιστορίας». Κι αυτοί δεν είναι, φυσικά, οι φασίστες.
Ανάλογα άρθρα :
Το "ανθρωπιστικό τυράκι" και το αστυνομοκρατούμενο κράτος - φάκα
Γι αυτό τον λόγο έρχεται το "αντιρατσιστικό" νομοσχέδιο ;
πηγή : rizospastis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου