Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΣΜΥΡΝΗ, ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ


της Γιάννας Γ.       


Όταν μιλάμε για τη Σμύρνη, σχεδόν πάντα αναφερόμαστε στα τραγικά γεγονότα των ημερών εκείνων που αμαύρωσαν για πάντα τις σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Καμιά λέξη δεν είναι ποτέ αρκετή να περιγράψει τη φρίκη των ημερών εκείνων, τη γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της Σμύρνης.
 

Διαβάζοντας το βιβλίο « Τρεις Αιώνες Μια Ζωή » της Μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαϊδεμένου (εκδ. Λιβάνη), συνειδητοποιεί κανείς ότι ο πόνος που βίωσαν οι Έλληνες της Σμύρνης δεν ήταν μόνο για τις αμέτρητες ψυχές που χάθηκαν ή τις θηριωδίες που έγιναν, αλλά και για τη ζωή που άφησαν, έναν Παράδεισο που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την αίγλη των μεγαλύτερων τότε ευρωπαϊκών πόλεων, έναν Παράδεισο, όπου τηρούνταν με ευλάβεια τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας, οι θρησκευτικές μας παραδόσεις, ο σεβασμός στο θεσμό της οικογένειας, στο γείτονα, στο συνάνθρωπο…


Επέλεξα τα παρακάτω αποσπάσματα, γιατί, διαβάζοντάς τα, δεν αναδύεται μυρωδιά καμένης σάρκας και αίματος, αλλά μια ευωδιά από τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής, που περιγράφοντάς τη με απλά λόγια μια 99χρονη, μάς μαθαίνει και υπενθυμίζει ότι η ευτυχία βρίσκεται σε απλά πράγματα και πως έκτοτε δε χάθηκαν μόνο εδάφη και ανθρώπινες ζωές, αλλά και ανεκτίμητες ηθικές αξίες…

« …Το καλοκαίρι άρχιζε με τη σχολική γιορτή για το τέλος της χρονιάς. Ήταν πολύ μεγάλη αυτή η γιορτή. (…) Όλοι φορούσαν τα καλά τους (…) Οι γυναίκες στολίζονταν με τα καλύτερα ρούχα τους. Κι όταν λέω καλύτερα ρούχα, δεν εννοώ τις παραδοσιακές φορεσιές που φόραγαν στην εκκλησία ή τις επίσημες γιορτές, αλλά τα καλά ευρωπαϊκά τους. Στη Σμύρνη οι γυναίκες ακολουθούσαν πιστά τη μόδα και η μόδα δεν αργούσε να φτάσει στα Βουρλά. Θυμάμαι τις καζάκες, άσπρες, κεντημένες μπροστά με φρου φρου και δαντέλες. Τις φορούσαν όλες οι κοκέτες της εποχής. Όταν οι γυναίκες ντύνονταν έτσι, δε φόραγαν πολλά χρυσαφικά και πεντόλιρα-μόνο δαχτυλίδια-και η ομπρέλα για να τις προστατεύει απ’ τον ήλιο ήταν απαραίτητο αξεσουάρ ».(σελ.19)

« Μόλις τελείωνε η δουλειά, οι εργάτες πλένονταν, χτενίζονταν, φόραγαν καθαρά ρούχα και άρχιζαν τη γιορτή. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας άκουγες μέχρι από πολύ μακριά παρέες να γελούν και να τραγουδούν και να λένε σαμπανιέτες, δηλαδή αστεία. Τραγούδια ακούγονταν και την αυγή, γιατί υπήρχαν κι εργάτες που δούλευαν όλη τη νύχτα στα καπνά και τελείωναν με το πρώτο φως. Εκεί να ακούσεις αμανέδες και τραγούδια με τη συνοδεία αηδονιών… Ούτε που μπορείτε να φανταστείτε αυτή την ομορφιά… » (σελ.24)

«Οι συναλλαγές των παραγωγών με τους εμπόρους ήταν πάντα έντιμες. Δεν υπήρχε περίπτωση ο ένας να κοροϊδέψει τον άλλον. Ο αγρότης πήγαινε στον έμπορο με μια χούφτα σταφίδες τυλιγμένες σε χαρτί. Έλεγε στον έμπορο: «Αυτή τη σταφίδα έχω, πόσα μου δίνεις;» Όταν ο έμπορος έλεγε «Έλα να ζυγίσουμε», αυτό σήμαινε ότι η συμφωνία είχε κλείσει με την τιμή που είχαν συμφωνήσει. Κανείς δε σκεφτόταν να ψάξει όλα τα τσουβάλια, μήπως και τον είχε κοροϊδέψει ο παραγωγός και δεν ήταν ίδια η σταφίδα με εκείνη που του είχε δείξει. Αυτός που πουλούσε έπρεπε να είναι μπεσαλής ».(σελ.25)

« Παραμονή Πρωτοχρονιάς.. όπως όλες οι γιορτές έτσι ξεκινούσε και αυτή με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν εκκλησία. Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα κι έλεγε : «Και του χρόνου! Καλή χρονιά!» Ευτυχισμένοι να΄μαστε!» Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στην τσέπη του (…) Η γυναίκα έμπαινε μες στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας «Όπως βαραίνει η πέτρα, να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!», άφηνε την πέτρα πίσω από την πόρτα. Εμείς τα παιδιά μπαίναμε ένα-ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα ».(σελ.60)

« Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, κανένας δεν έλεγε «καλημέρα ή καλησπέρα», μόνο «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη». Πολλοί είναι εκείνοι που κοροϊδεύουν αυτά τα έθιμα, αλλά κάνουν λάθος. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν έξυπνοι, ευτυχισμένοι και προόδευαν. Αυτά ενώνουν τους ανθρώπους και τους κάνουν να βιώνουν διαφορετικά σε κάθε περίσταση. Όχι πως δεν είχαν και στεναχώριες, άνθρωποι ήταν, αλλά τις περνούσαν όλοι μαζί κι ο ένας προσπαθούσε να βοηθήσει τον άλλον. Όταν έβλεπαν κάποιον με το κεφάλι σκυφτό, πήγαιναν κοντά του και τον ρωτούσαν με πραγματικό ενδιαφέρον (…) Έτσι γίνονταν εκείνα τα χρόνια. Οι άνθρωποι νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον. Όχι όπως σήμερα, που επειδή τάχα μου είμαστε υπερήφανοι,κανείς δεν καταδέχεται να μιλήσει στον διπλανό του ».(σελ.76)

.
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου (1899-2007) γεννήθηκε στα Βουρλά της Μ. Ασίας, μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Στο διωγμό έχασε αδέλφια και πατέρα. Ήρθε στην Ελλάδα με τη μητέρα και τον μικρότερο αδερφό της.

Πραγματοποιεί το όνειρό της και ιδρύει το 2007 το «Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού στη Ν. Φιλαδέλφεια», όπου εκτίθενται κειμήλια από προσωπικά αντικείμενα Μικρασιατών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της και παράλληλα συμβάλλει στην ανέγερση του Μνημείου των Μικρασιατών (φέρνοντας από επίσκεψή της το 1994 στα Βουρλά χώμα από τα ερείπια της Αναξαγορείου σχολής, το οποίο και εναπόθεσε σε ειδική κρύπτη).

Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Όμως δεν ξεχωρίζει στους τόσους τάφους, δε φρόντισε κανείς ώστε να ταφεί σε περίοπτη θέση, σα να ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα που έφυγε, που δε μας κληροδότησε τίποτε, που δεν της οφείλουμε τίποτε…
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου